23/2/07

«Δείξε τη δύναμή σου, Ντεστέν!»*

περ. "Αντί" Β΄ 280, 1 Φεβρ. 1985, σχετικά με την "έρευνα" του Σαββόπουλου για το πολυτονικό

Στην ημερίδα που οργάνωσε το ΚΚΕ εσ. για τη γλώσσα (19 Ιανουαρίου 1985, στον «Μίλωνα» Νέας Σμύρνης) ο Δ. Σαββόπουλος προσπάθησε να αποδείξει, με μαγνητόφωνα και παλμογράφους, ντεσιμπέλ και χιλιόκυκλους και διαγράμματα, ότι η βαρεία, η οξεία και η περισπωμένη, τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα προφέρονται ακόμη, ακούγονται και στη σημερινή λαλιά –επιζεί δηλαδή η μουσικότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. (Και γι’ αυτό η «ελληνική γλώσσα είναι τραγούδι», και «μόνο η ελληνική γλώσσα είναι τραγούδι, γιατί μόνο η ελληνική γλώσσα έχει συνείδηση του εαυτού της ως τραγουδιού...» Και τα λοιπά.)

διαβάστε τη συνέχεια...

Και στήριξε τις μελέτες του στον τρόπο με τον οποίο διάβασε ο ίδιος τη φράση: «ἀπ’ τ’ ἄνθη τοῦ Μαγιοῦ ἐλαφρὲς πνέουν οἱ αὖρες». Μέτρησε ντεσιμπέλ και χιλιόκυκλους και σχημάτισε την ακόλουθη σειρά, από τις άτονες στις εντονότερα τονισμένες λέξεις:
1. ἀπ’
2. ἐλαφρὲς
3. τοῦ Μαγιοῦ
4. πνέουν
5. οἱ αὖρες
6. τ’ ἄνθη

Διάβασε δηλαδή –θα καθυστερήσω εδώ, γιατί διαφορετικά φαίνονται απίστευτα τα όσα σκέφτηκε, έπραξε και μας μετέφερε–, διάβασε λοιπόν (α) δίχως τόνο τη λ. «ἐλαφρές», τη λέξη ακριβώς που πρέπει να τονιστεί σχετικά περισσότερο σ’ ολόκληρη τη φράση, να φανεί η έμφαση την οποία δείχνει η θέση της στη συγκεκριμένη φράση: «απ’ τ’ άνθη του Μαγιού» δεν «πνέουν (οι) ελαφρές αύρες», ούτε «πνέουν (οι) αύρες ελαφρές», παρά «ε λ α φ ρ έ ς πνέουν οι αύρες». Και διάβασε (β) μία μόνο περισπωμένη: «του-Μαγιοῦ», και όχι: «τοῦ Μαγιοῦ», σε δύο χρόνους, όπως υπαγορεύει η δική του λογική.

Και συγκεφαλαίωσε:
1. άτονες λέξεις
2. βαρεία
3. περισπωμένη
4. οξεία
5. ψιλή-περισπωμένη και δασεία-περισπωμένη
6. ψιλή-οξεία και δασεία-οξεία.

Αλλά πώς η βαρεία; που σήμαινε απλώς την έλλειψη ψηλού τόνου, γι’ αυτό και σημειωνόταν κάποτε σε όλες τις άτονες συλλαβές (ἄλὸγὸς)... Τι η περισπωμένη, ο συνδυασμός οξείας και βαρείας, που ανεβοκατέβαζε στο ίδιο φωνήεν (μακρό) τη φωνή... Και πού η ψιλή-βαρεία, λ.χ., η δασεία-βαρεία κτλ.;

Αν βλέπουν οι Αλεξανδρινοί από τους ουρανούς... Αν πιστεύει ο Δ. Σαββόπουλος στη μετά θάνατον ζωή... Τόσο αμελέτητος;

Σε ανάλογες εξάλλου επιδείξεις εκβίασε και άλλες φράσεις (έμμετρες), όπως: Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου, ή: άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του.

Και γνώρισε ο Δ. Σαββόπουλος στη φράση: «λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα», όπου ο παλμογράφος δεν κατέγραφε, λέει, την αναμενόμενη όξυνση της λέξης γυναίκα, αναγνώρισε εκεί την τρίτη κλίση, σύμφωνα με την οποία η γυναίκα «έχει περισπωμένη», «νά λοιπόν η τρίτη κλίση, που κακώς καταργήθηκε, αφού υπάρχει ζωντανή στη φωνή μας!» «Τίποτε δεν χάθηκε, όλα υπάρχουν...» διαβεβαίωνε θριαμβικά. Και νά τα χειροκροτήματα! (Τώρα πώς η «γυναίκα», ως γυναίκα, είναι τρίτη κλίση... Θέλει μήπως το η γυνή - της γυναικός ο κ. Σαββόπουλος;)

Τέλος, σε άλλες φράσεις, όπου υπήρχε «μία λέξη, η ίδια, ως επίθετο και ως επίρρημα» (ἀκριβός - ἀκριβῶς), μέτρησε ο Δ. Σαββόπουλος και ανακάλυψε ζωντανή τη μακρότητα του ωμέγα σε σχέση με το βραχύ όμικρον! «Τίποτε δεν χάθηκε, όλα υπάρχουν!»
Περίεργη τότε αντίφαση στη δική του διατύπωση ότι οι Αλεξανδρινοί «εμνημείωσαν» με τους τόνους και τα πνεύματα τη μουσικότητα που είχε αρχίσει να χάνεται (δεν είχε ήδη χαθεί;), τη μουσικότητα που υπήρχε ώς τότε, και γι’ αυτό δεν χρειάζονταν, βεβαίως, οι τόνοι και τα πνεύματα –ώς τότε!

Αν λοιπόν προφέρονται ακόμη, βάσει των εργαστηριακών παρατηρήσεων του Δ. Σαββόπουλου, οι βαρείες, οι οξείες και οι περισπωμένες, οι ψιλές και οι δασείες, τα μακρά, τα βραχέα και τα δίχρονα φωνήεντα, αν υπάρχουν ενδιάθετα στη φωνή μας, όπως αποδεικνύεται, υποτίθεται, και από την ανάγνωση τού (καθ’ ομολογίαν ανορθόγραφου)** Δ. Σαββόπουλου, και από τα τραγούδια που μας έβαλε να ακούσουμε: το δημοτικό τραγούδι, μα και το λαϊκό, της Μπέλλου, ακόμη και το ελαφρό, της Μ. Ζορμπαλά (νεαρότατο το κορίτσι, και μάλιστα εκ Ρωσίας!), αν λοιπόν όλα αυτά υπάρχουν, ενδιάθετα, τότε τι μας χρειάζεται η (περιττή λοιπόν) σημείωση των τόνων και των πνευμάτων; Μήπως προτείνει ο Δ. Σαββόπουλος να καταργηθεί και ο μοναδικός τόνος που διατηρείται στο μονοτονικό –παντελώς άχρηστος πια και αυτός; Δηλαδή ατονικό;

Όχι. Γιατί αυτά που έψαχνε και ανέλυε ο Δ. Σαββόπουλος έχουν να κάνουν με τη μετρική, το τροχαϊκό, το ιαμβικό μέτρο κτλ., ή ονομάζονται επιτονισμός (που έχει να κάνει με τη διαφορετική ένταση των φωνητικών χορδών στην αρχή και στο τέλος ενός εκφωνήματος) και άλλα διάφορα, και γνωστά –και μόνο με τον παραδοσιακό γραμματικό τονισμό δεν έχουν σχέση.

Και δεν αντέχουν, όπως φάνηκε, πιστεύω, παραπάνω, σε στοιχειώδη λογικό έλεγχο, πόσο μάλλον σε έλεγχο επιστημονικό.

Άραγε το κατάλαβε αυτό ο Δ. Σαββόπουλος, έπειτα και από τις σχετικές παρατηρήσεις εισηγητών και άλλων συνέδρων,*** και γι’ αυτό, όταν ρωτήθηκε τι καταλαβαίνει κατά την εκφώνηση «όμος»= ώμος ή όμως; τι μακρά, τι βραχέα και τι τόνους ακούει, απάντησε πως «η μουσική έχει σχέση με ό,τι ακολουθεί ή προηγείται»;

Δηλαδή με τα συμφραζόμενα! Δηλαδή, ποια μακρά και ποια βραχέα, ποιες βαρείες, ποιες οξείες και ποιες περισπωμένες...

Μακάρι. Μακάρι να το κατάλαβε, έτσι όπως το είπε. Γιατί «όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει». Υπό τον όρο ότι δεν μας κοροϊδεύει.

* * *

Αυτά ως προς το σχολαστικό μέρος των ρημάτων του Δ. Σαββόπουλου –τον κορμό πάντως της εισήγησής του. Τα λοιπά, σε μορφή διαιτολογίου με ρίζες, είναι γνωστά, και στους αναγνώστες του Αντί, προ πολλού. Διαφέρουν ίσως ως προς την ένταση. Πράγματι, τέτοιος άκρατος (και άκριτος, βεβαίως) σοβινισμός σπανίζει όχι μόνο στις μέρες μας, μα και ενάμιση αιώνα πριν, όσο δεξιά, κι αν ψάξει το μάτι μας. Ούτε τότε είχαν ακουστεί από το στόμα των μαχητικότερων καθαρολόγων τόσο ασύστατα, αντιεπιστημονικά, βαθύτατα ανιστόρητα και γι’ αυτό, έστω και μόνο γι’ αυτό, αντιδραστικά επιχειρήματα.

Έλεος, μαύρο μας Ντεστέν!


* Ανωνύμου μεταφραστού της γκονταρικής Κάρμεν. Destin, βεβαίως, ίσον λέξη γαλλική και, βεβαίως, μεταφράσιμη (= μοίρα, πεπρωμένο!)

** Έχει σημασία αυτό, και μόνο γι’ αυτό το σημειώνω, γιατί αν πρόφερε μακρά και βραχέα, δεν θα ήταν απλούστατα ανορθόγραφος!

*** Αλ. Κοτζιάς, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Γρ. Μασσαλάς, Α. Μπελεζίνης, Β. Δ. Φόρης –όχι όμως και ο κ. Μπαμπινιώτης, κέρβερος της επιστημονικότητας και της επιστημοσύνης, μολονότι κατά την πρωινή συνεδρία είχε διαχωρίσει ρητά τη θέση του από τους υποστηρικτές του πολυτονικού!

buzz it!

3 σχόλια:

Γιάννης Χάρης είπε...

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αντί" Β΄ 280, 1 Φεβρουαρίου 1985, λίγες μέρες μετά τη φαντασμαγορική παρουσίαση της "έρευνας" του Σαββόπουλου για την επιβίωση, τάχα, της μακρότητας και της βραχύτητας των φωνηέντων στον σημερινό λόγο.

Μια βόλτα π.χ. στο διαδίκτυο δείχνει ότι η έρευνα αυτή διατηρεί την αίγλη της, και αποτελεί σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους επιτελείς της Ελληνικής Αγωγής αλλά και για καλόπιστους αναγνώστες, ακόμα χειρότερα μουσικούς, που πίστεψαν ότι στο καθημερινό και κοινότατο φαινόμενο του επιτονισμού ανακάλυψαν τον μουσικό τονισμό των αρχαίων.

Όσο άχαρο κι αν είναι λοιπόν, αξίζει πιστεύω τον κόπο να επανερχόμαστε, στα ίδια και στα ίδια και παμπάλαια, όχι για την Ελληνική Αγωγή βεβαίως, αλλά για νεότερους και μακάρι απροκατάληπτους αναγνώστες.

[Το άρθρο αναδημοσιεύεται με ελάχιστες φραστικές αλλαγές.]

Γιάννης Χάρης είπε...

θέλησα να αναδημοσιεύσω εδώ και ένα σχετικό κείμενο του
Β. Δ. Φόρη, "Ελληνικά παρατράγουδα", από το περιοδικό "η λέξη", τχ. 47., Σεπτ. 1985, σ. 728-736,
ένα κείμενο, με μια εξαιρετικά πυκνή, συν τοις άλλοις, περιήγηση στη δημιουργία και τη σημασία των τόνων.

Αδύνατον όμως να δουλέψει το OCR, μετά το σκανάρισμα, μου 'βγαζε απίθανα πράγματα, ίσως λόγω της γραμματοσειράς του περιοδικού. Οπότε δίνω απλώς την παραπομπή, για τον "φιλέρευνο αναγνώστη".

Γιάννης Χάρης είπε...

ευχαριστώ πολύ για την ιδέα: το βάζω λοιπόν, στην κατηγορία "οι πηγές"