Υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις;
[Συμμετοχή σε μια συζήτηση στα λογοράμματα με τον hominid και τον φοινικιστή]
Είχα υποσχεθεί μια απάντηση στον hominid, προστέθηκαν και τα σχόλια του φοινικιστή, πέρασε πια καιρός, καθυστέρησα πολύ, και μοιάζει πια σαν να ανακατώνουμε την ίδια σούπα, κρύα-πάγος πια. Θα προσπαθήσω να ανακεφαλαιώσω.
Το βασικό που συζητιέται είναι αν υπάρχει ή δεν υπάρχει «εξαρχαϊσμός»,[1] και μάλιστα «βίαιος», όπως έγραφα, και φάνηκε υπερβολική η διατύπωσή μου. Υπερβολική φάνηκε και η επισήμανσή μου ότι το ρήμα λαμβάνω π.χ. εκτοπίζει το παίρνω, τα εισέρχομαι-εξέρχομαι τα μπαίνω-βγαίνω, υπήρξε ένσταση πως ίσως χρησιμοποιείται ειρωνικά ο τύπος «της Γωγούς» και δεν αποτελεί αρχαϊστική χρήση. Παρατηρείται μάλιστα πως ίσα ίσα, αντί για «εξαρχαϊσμό» υπάρχει «απαρχαϊσμός», καθώς εξοικειωνόμαστε όλο και περισσότερο με το εγκαταλειμμένος αντί το εγκαταλελειμμένος, υποχωρούν οι γενικές σε -εως των παλιών τριτοκλίτων, και γενικότερα εκλείπουν διάφοροι λόγιοι τύποι.
διαβάστε τη συνέχεια...
Θα ξεκινήσω από μια αρχική παρατήρηση του hominid, πως ούτε εγώ αναφέρω ούτε κι αυτός έχει υπόψη του «περίπτωση επανεμφάνισης τύπου της καθαρεύουσας που είχε περιπέσει σε αχρηστία» (σχόλιο 18/1). Και θα προτάξω στην απάντησή μου την ευστοχότατη (το ξαναεπισήμανα) παρατήρηση του φοινικιστή ότι «σήμερα οι εξαρχαϊστικές τάσεις είναι πιο έντονες, σε αντίθεση π.χ. με τις αρχές της δεκαετίας του ’80» (σχόλιο 26/1, μέρα των γενεθλίων μου= το καλύτερο δώρο, ευχαριστώ!).
Επαυξάνω μάλιστα, και λέω πως είναι ακόμα πιο έντονες, εντονότερες δε γίνεται, απ’ ό,τι στις αρχές της δεκαετίας π.χ. του ’70, εποχή για την οποία μπορώ να έχω άμεση εποπτεία, λόγω ηλικίας –και εκεί σταματώ. Σταματώ έτσι κι αλλιώς, γιατί έφτασα τη σύγκριση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εποχές: (α) εποχή διμορφίας η μια (τέλη του ’60 με αρχές του ’70), με παράλληλη χρήση καθαρεύουσας και δημοτικής, υποχρεωτική η μεν, ημιπαράνομη ή και παράνομη η δε, που προχωρούσε δηλαδή ουσιαστικά στο περιθώριο, (β) εποχή με επίσημα αναγνωρισμένη τη δημοτική/νεοελληνική η άλλη (η σημερινή).
Σκόπιμα πήγα όσο έφτανα πιο πίσω, για να θέσω τη συζήτησή μας κάπως διαφορετικά: Παλαιότερα, λοιπόν, όταν ήταν σαφής η διάκριση των στρατοπέδων καθαρεύουσας-δημοτικής, ο τότε δημοτικιστής δεν θεωρούσε άλυτα ή εκκρεμή πλείστα όσα θέματα εμφανίζονται ξάφνου τώρα σαν καινούρια, σαν καινούριος δηλαδή προβληματισμός, βρίσκονται ξάφνου ανοιχτά και αποτελούν αντικείμενο επανα[δια]πραγμάτευσης. Κανένας (δημοτικιστής) δεν θα έγραφε τότε ότι «στα αυτιά μου ήρχοντο οι σειρήνες ασθενοφόρου», δεν υπήρχε (ούτε καν στην καθαρεύουσα!) ο «αύλειος χώρος», κανένας δεν θα διανοούνταν να χρησιμοποιήσει το ρήμα λαμβάνω σε μία από τις πάμπολλες χρήσεις που επισήμαινα τελευταία (α και β, βλ. και γ), ήταν αυτονόητο πως δεν υπάρχουν στη δημοτική τα ρήματα εξέρχομαι και εισέρχομαι, ήταν λυμένα αυτά τα θέματα, παρά την ισχυρότατη επίδραση της –νόμω επιβεβλημένης– καθαρεύουσας. Δεν υπήρχαν οι γενικές σε -εως, δεν έθαλλαν όχι τα «ηρνείτο» και «συνεπήγετο» αλλά ούτε τα (πιο δικαιολογημένα, προκειμένου για ασυμμόρφωτα ρήματα) «χρησιμοποιείτο» κ.τ.ό.
Από αυτή λοιπόν την άποψη ονομάζω αναβίωση την πληθωρική χρήση των ρημάτων ή των ρηματικών τύπων αυτών, αναβίωση πάντως είναι τα φίλια , αντί για τα φιλικά πυρά, αναβίωση είναι οι όμβροι που εμφανίστηκαν εσχάτως, για λίγο ευτυχώς, στα δελτία της ΕΜΥ, αναβίωση είναι το ρήμα πληρώ, σε καθημερινές ιδίως χρήσεις: «το κοινό πλήρωσε [=γέμισε] το θέατρο».
Αναβίωση ισχυρίζομαι πως είναι ακόμα και η γενική «της Σαπφούς», η γενίκευσή της, πέρα από την αρχαία, και η αναδρομική –και βίαιη– εφαρμογή της λ.χ. στη Σαπφώ Νοταρά. Αναβίωση είναι στην –επίσης βίαιη– χρήση «της Ηρούς Σγουράκη», για τη γυναίκα που εδώ και δεκαετίες με τον σύντροφό της, τον Γιώργο Σγουράκη, μας χαρίζουν το τηλεοπτικό «Μονόγραμμα», κι ώς τώρα όλες οι αναφορές ήταν «του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη» (βλ. στο γκουγκλ). Και ακόμα παραπέρα, η επέκταση και εφαρμογή της κατάληξης αυτής και σε νεότερα, και μάλιστα λαϊκά, ονόματα: «της Αργυρούς», «της Ζωζούς», «της Γωγούς» (όχι, αγαπητέ hominid, δεν είναι ειρωνική η χρήση αυτή, βλ. επίσης στο γκουγκλ).
Και επιμένω στον όρο αναβίωση, πως πρόκειται δηλαδή για «επανεμφάνιση τύπου της καθαρεύουσας που είχε περιπέσει σε αχρηστία», μολονότι ακούω ήδη την ένσταση ότι, πώς, αλίμονο, αφού μιλούμε ακόμα για την ποίηση της [αρχαίας] Σαπφούς και, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, έχουμε ίσως και το σπίτι μας στην οδό Σαπφούς, στην οδό Λητούς, Ηούς κτλ. Έχουμε όμως και οδό Σοφοκλέους, κι ωστόσο κανένας δεν αναφέρθηκε στις λαμπρές επιδόσεις του μπασκετμπολίστα «Σοφοκλέους» Σχορτσιανίτη· έχουμε την οδό Ερμού, αλλά κανείς δεν είπε κατ’ αναλογία τον Διαμαντή – «του Διαμαντού» (προσοχή: η αναλογία προς το Σαπφώ - Γωγώ)· ολόκληρη η Θεσσαλονίκη ζει γύρω απ’ την οδό Αριστοτέλους, κανείς όμως δεν είπε «του Αριστοτέλους» Νικολαΐδη π.χ., ή μάλλον «Νικολαΐδου», κι ας ήταν απ’ τους ιδρυτές του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, την εποχή που διέπρεπαν στον Γλωσσοσωτήριο αγώνα Γιανναράδες και Καλιόρηδες (εδώ κολλάει αυτό –επειδή αναρωτήθηκες, αγαπητέ hominid–, όταν τα ίδια φλάμπουρα κρατούσαν, ο Καλιόρης με τους μύδρους για την «δογματοκομματοπαγή στρεβλή και βαρβαρόπλαστη δημοτική», ο Γιανναράς με το “Finis Graeciae”, που το περιέφερε χρόνια ολόκληρα, από επιφυλλίδα σε επιφυλλίδα κι από βιβλίο σε βιβλίο), ούτε «του Αριστοτέλους Νικολαΐδου» είπε λοιπόν κανείς, ούτε, ήμαρτον θεέ μου, για το μπριζολάδικο του «Τέλους», προκειμένου για τον διάσημο Τέλη της οδού Ευριπίδου. Και πού στο καλό βρήκαν και κλίνουν όχι μόνο «του Δικαιοπόλιδος», μόλις πρόπερσι που έπαιξε το ρόλο αυτό ο Λαζόπουλος, αλλά και «του Αδώνιδος» και «του Πάριδος», προκειμένου για σύγχρονα πρόσωπα;
Κάποτε δηλαδή τα απολιθώματα ήταν απολιθώματα, πολύτιμα στοιχεία και αυτά στη γλώσσα, χωρίς όμως να διαβρώνουν το ζωντανό σώμα της γλώσσας (και χωρίς, προπάντων, να ακυρώνουν με τη χρήση αυτή ή να φρενάρουν την εξέλιξη της γλώσσας): αυτό άλλωστε δεν είναι το γλωσσικό αισθητήριο, η αίσθηση της γλώσσας;
Το ’70 λοιπόν δε θα συζητούσε κανείς, όπως εδώ τώρα, πως λίγο λίγο εξοικειωνόμαστε, λέει, με το εγκαταλειμμένος, αντί για εγκαταλελειμμένος, για τον απλούστατο λόγο πως ήμασταν εξοικειωμένοι με το εγκαταλειμμένος! Ήταν λυμένο και αυτό, άρα ο προβληματισμός όχι μόνο δεν έχει προχωρήσει, μα γύρισε δεκαετίες πίσω. Προσοχή, δεν θεωρώ πως είναι άτοπη η επισήμανση: απλώς, μένει κατάπληκτος κανείς, παρατηρώντας τη γλωσσική πραγματικότητα, που παραδίδει σήμερα ξανά, φτου κι απ’ την αρχή, το εγκαταλελειμμένος (οπότε πρέπει να ξαναγίνει κύκλος και να «εξοικειωθούμε» εκ νέου με το εγκαταλειμμένος), το λαμβάνω κ.τ.ό. Τέλη του ’60 με αρχές του ’70 (πάντα ενδεικτικά), ο έφηβος κιόλας, ο μαθητής, μ’ όλη την καθαρεύουσα την οποία διδασκόταν στο σχολείο αλλά και η οποία τον περιέβαλλε γενικότερα, είχε σαφή τη διάκριση των δύο γλωσσικών μορφών, κι έτσι, στη δημοτική, δεν το ’χε «παραλάβει» το λαμβάνω, δεν χωρούσε πουθενά το λαμβάνω, αντίθετα με τα σημερινά, νεότερα ή και νεότατα παιδιά, που εύλογα επεκτείνουν τη χρήση του, στο «μπορώ να το λαμβάνω όπως θέλω», όπως σημείωνα στις παραπάνω επιφυλλίδες.[2] Το ίδιο και με το «εξέρχεται στους κινηματογράφους» η ταινία Χ, «εισήλθε στη μαύρη λίστα» των τραπεζών ο τάδε (παράδειγμα από Σαραντάκο).
Και μόνο ΕΝΑ τέτοιας τάξεως παράδειγμα μού φτάνει εμένα, αγαπητέ hominid, και με το παραπάνω, επιτρέπει δηλαδή, πιστεύω, να μιλάει κανείς για βίαιο εξαρχαϊσμό των πάντων, για εκτοπισμό του τάδε ρήματος και απαγόρευση του άλλου. Εμένα αυτό ακριβώς μου λέει το γκουγκλ, έτσι τους διαβάζω δηλαδή αυτούς έστω τους αριθμούς, στη μονοσήμαντη έστω παράθεσή τους. Γιατί και γενικότερα ξέρουμε ότι δεν λένε τίποτα ποτέ μόνοι τους οι αριθμοί, και στο προκείμενο π.χ. οι αριθμοί θα είχαν νόημα μόνο μέσα από σύνθετες έρευνες, που θα μας δείξουν δηλαδή πότε χρησιμοποιείται ο τάδε τύπος, σε τι κοινωνιογλωσσικό περιβάλλον, και πάντοτε από τη σκοπιά στην οποία επιμένω σήμερα: να δούμε δηλαδή τι γράφει ο δημοτικιστής τη δεκαετία του ’70, του ’80, και τι ο αντίστοιχος σημερινός. Να δούμε τι διορθώνει ο δημοτικιστής διορθωτής στα λιγοστά περιθώρια της τότε εποχής και τι σήμερα, την ίδια δηλαδή στιγμή που τύποι τέτοιοι και ανάλογοι εμφανίζονται περισσότερο οικείοι, άρα σε επίπεδο επαγγελματιών χρηστών θα έπρεπε να θεωρούνται απολύτως δεδομένοι.
Όταν δηλαδή μας λέει ο Γ. Ν. Χατζιδάκις πως ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ. η Σαπφώ κλινόταν της Σαπφώς, και ξέρω από τη δική μου, διάολε, πείρα (όλοι όμως ξέρουμε), πως δέκα, άντε είκοσι μόλις χρόνια πριν, η γενική σε -ους ήταν αδιανόητη, όταν παρακολουθούμε να ανακυκλώνεται ο μάλλον φαιδρός προβληματισμός για τα ευγενή και μη συμφωνικά συμπλέγματα, και αρχίζει εκπομπή τηλεοπτική που λέγεται «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», και φτάνει στις εφημερίδες το δελτίο τύπου, και βρίσκεται δημοσιογράφος, διορθωτής, δεν ξέρω, που ευπρεπίζει το «επίσημο» όνομα, και το κάνει «Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου», όταν γράφει ο Κριαράς στα Νέα «να διδαχτούν τα αρχαία ως ξένη γλώσσα» και τον διορθώνουν «να διδαχθούν», όλα αυτά και εξαρχαϊσμός είναι και βίαιος.
Έτσι διαμορφώνεται ένας ευπρεπισμένος λόγος, λογιότροπος, αν όχι κατευθείαν λόγιος, αδιανόητος –επιμένω στην οπτική γωνία μου– λίγες δεκαετίες πριν, όπου κανένας, προσθέτω λίγα ακόμα, δε θα σκεφτόταν καν να γράψει για «αναζήσασα όπερα», κανένας δεν θα τόνιζε «του ντελιρίου» ή «του χαμογέλου», δε θα ’λεγε πως «εισερχόμαστε στην αποψινή μετάδοση», ή «η εκκίνηση του δείπνου» και «η επίσημη ώρα εκκίνησης της συναυλίας», «πλοίο έμφορτο με αργό πετρέλαιο» και «φορτηγάκι έμφορτο με πορτοκάλια», «εναπομένει να δούμε…», «τα ύδατα που υπερχείλισαν», «η απεργία που εκσπά» και μύρια όσα.
Η αναβίωση λοιπόν, η επανεμφάνιση κτλ., δεν είναι καθαυτήν το μείζον: θα μπορούσε να αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις, περιθωριακές από μόνες τους, αν δηλαδή δεν εντάσσονταν σε μια γενικότερη τάση· το μείζον είναι η οπισθοδρόμηση, η υπαναχώρηση, η επιστροφή (η επιστροφή και εκπληκτική διάδοση των ετερόπτωτων π.χ., που κάνει την περίφημη Βίκυ Φλέσσα να τρώει «ένα πιάτο ψαριού»),[3] φαινόμενο ή φαινόμενα που κανένας δεν μπορεί να προεξοφλήσει τη διάρκειά τους ή την ενδεχόμενη μονιμότητά τους, ούτε κυρίως και να πει πως απειλούν τη γλώσσα, οφείλουμε όμως να τα επισημαίνουμε και να ξέρουμε, επιτέλους, πώς τα λένε.
Και βέβαια πρέπει να μάθουμε στην Τατιάνα, όπως τονίζει ο hominid (σχόλιο 27/1), να μη συντάσσει το εισέρχομαι με γενική, αλλά πρέπει και να μάθουμε ποιος της έμαθε να χρησιμοποιεί το ρήμα αυτό, μάλλον ποιος της έμαθε ότι το ρήμα εισέρχομαι είναι σωστότερο, κοσμιότερο, αφού έρχεται κατευθείαν από τη μάνα γλώσσα, την ανώτερη κτλ., ποιος δηλαδή της εμφύσησε κι αυτεινής την αμφιβολία για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί στο σπίτι της, την υποτίμηση, την απαξίωση, την απόρριψη.
Ξαναδιαβάζω αυτά που γράφω τώρα εδώ και φρίττω, βλέποντας πως δεν έχουμε ξεκολλήσει από συζητήσεις του ’70, του ’50, του ’30, των αρχών του αιώνα. Ας το δούμε τότε αυτό και σαν παρήγορο σημάδι, ότι όλο με μπρος και πίσω προχωράει η γλώσσα, και σίγουρα τραβάει το δρόμο τον δικό της. Ας ξέρουμε όμως ανά πάσα στιγμή, όσον αφορά έστω τα καθ’ ημάς, την εποχή μας, ποιο είναι το μπρος, ποιο και πότε είναι το πίσω.
* * *
Και μερικά ακόμα, σαν ένα –υδροκέφαλο– ΥΓ: Είναι σωστή η παρατήρηση του hominid ότι υπάρχει μονομέρεια σε τέτοιου είδους κριτική, που δίνει «μερική και, πιθανότατα, παραπλανητική εικόνα» για τη γλωσσική πραγματικότητα. Προσωπικά θα έφτανα να πω ότι τη διεκδικώ αυτήν τη μονομέρεια, αφού άλλωστε δεν ισχυρίζομαι πως συντάσσω γραμματική ή ιστορία. Λέω «τη διεκδικώ», από την άποψη ότι ορισμένες βασικές όψεις της γλωσσικής πραγματικότητας δεν απασχολούν τον τρέχοντα λόγο περί γλώσσας.
Για να το πω αλλιώς, και μια και αναφερθήκαμε στις τελευταίες δεκαετίες: αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, και ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ανθεί (και παραμένει, εννοείται, αειθαλής) ο διορθωτικός λόγος που στηλιτεύει τις «δημοτικιστικές ακρότητες», σε εποχή στο κάτω κάτω ιστορικά σημαίνουσας γλωσσικής –μεταξύ άλλων– αποδέσμευσης, κι ενώ, αν μη τι άλλο, η δημοτική δεν έχει ποτέ διδαχτεί. Ατέλειωτες ιερεμιάδες γράφονται (είναι η εποχή των «Γιανναράδων και Καλιόρηδων», η γέννηση και η ακμή του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, ήτοι η βασιλεία του μπαμπινιωτισμού) για την αποκοπή του τελικού -ν (εδώ πια μου ’ρχεται να πω για τη φοράδα στο αλώνι…), για τον «πουπουισμό» και τη «σανίτιδα» και πλείστα όσα. Είδατε ποτέ να σχολιαστεί με μία έστω λεξούλα η «αντισανίτιδα», η πλήρης δηλαδή επικράτηση τού ως; Ακόμα χειρότερα, είδατε να σχολιαστεί ο απέραντος ανθώνας των σολοικισμών που δημιουργήθηκε από αυτό που λέω εγώ «εξαρχαϊσμό»; Ιδού, ολόκληρος Μπαμπινιώτης κι ολόκληρη σειρά εκπομπών του και «έρευνες», λέει, κωδικοποιούν σαν «10 πιο ενοχλητικές χρήσεις της γλώσσας μας», εν έτει 2002 (Βήμα 12.5.2002), την έλλειψη του τελικού -ν, την αντικατάσταση του ως από το σαν, τη χρήση ξένων λέξεων κτλ. (είναι το άρθρο με το οποίο –χαίρομαι που– διαφωνεί και ο φοινικιστής, στο σχόλιό του της 28/1).
Και βέβαια υπάρχουν εξηγήσεις γιατί δεν επισημαίνονται ποτέ τα «λογιόστροφα» λάθη, ακόμα και τα πιο κραυγαλέα. Καταρχήν, το λέω απερίφραστα, κι ας μοιάζει «μικρό», είναι η αγαλλίαση πολλών από τη στροφή αυτή καθαυτήν, αγαλλίαση που παραβλέπει, ανέχεται, για να μην πω και καλοδέχεται τέτοια και άλλα ακόμα λάθη. Παραπέρα, και πιο σοβαρά τώρα: το πλήθος των επαγρυπνούντων, είτε αποστράτων επιστολογράφων της Καθημερινής λ.χ., είτε των Στάθηδων της Ελευθεροτυπίας, ακόμα και φιλολόγων, απλούστατα αγνοούν πως δεν συντάσσεται ούτε και συντασσόταν ποτέ με γενική το διαφεύγω ή το μετέρχομαι και πως δεν γράφεται ούτε και γραφόταν ποτέ χωρισμένο σε δύο λέξεις το διό και το εξαπίνης, και ίσα ίσα σπεύδουν να ενστερνιστούν τέτοια λόγϊα μπιχλιμπίδια που νοστιμεύουνε τη σούπα τους.
Εμείς τώρα καθόμαστε και ορθώς, ορθότατα, αναζητούμε τη λογική του σφάλματος, της αλλαγής, και ορθώς λέμε πως η λογική αυτή στα συγκεκριμένα και σε ανάλογα παραδείγματα ονομάζεται «υπερδιόρθωση»: αλλά το αποτέλεσμά της είναι εξαρχαϊσμός. Όπως υπερδιόρθωση είναι και η γενικευμένη αποκοπή των τελικών -ν («τη πλατεία» κτλ.): το αποτέλεσμα είναι βίαιος και πάλι (ερήμην και πάλι, το πιο συχνά, του χρήστη-διορθωτή) εκδημοτικισμός. Απλώς, για τον εκδημοτικισμό λέγονται και γράφονται τα πάντα, κατά κόρον· για τον εξαρχαϊσμό, ελάχιστα έως τίποτα. Επιβεβλημένη λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, η τέτοια «μονομέρεια».
1. Προτιμώ και χρησιμοποιώ τη σύνθεση εξαρχαϊσμός, κατά το εξαστισμός λόγου χάρη, αντί για μια πιο σύγχρονη κατασκευή όπως «αρχαϊκοποίηση».
2. «Η υπομονή μας έλαβε τέλος» διάβασα μόλις χτες σε περιοδικό λάιφσταϊλ –κι έχει σημασία αυτό, ότι δηλαδή εξαπλώνονται τέτοιες χρήσεις, ότι δηλαδή δεν χαρακτηρίζουν αυτό που θα λέγαμε κάποτε «γλωσσαμύντορες». Και εξίσου φρέσκο, στα Νέα όμως, ο λόγος για «τη φαρμακευτική αγωγή την οποία ελάμβανε»: εδώ, με την αύξηση μάλιστα στο «λαμβάνω» (και καθώς συνέπεσε η –ορθή βεβαίως– χρήση τού οποίος,α,ο), αν προσθέσουμε τα νενομισμένα τελικά -ν, θα έχουμε καθαρότατη καθαρεύουσα· κυρίως όμως θα έχουμε το λαμβάνω σαν ρήμα πασπαρτού, όπως ξανάγραφα, αφού ούτε λαμβάνουμε ούτε παίρνουμε αλλά ακολουθούμε φαρμακευτική αγωγή.
3. Κι αυτό, έστω, βρέθηκε δόξα τω θεώ δημοσιογράφος να το σχολιάσει (στο τηλεοπτικό ένθετο των σαββατιάτικων Νέων), πως δηλαδή η εν λόγω τρώει πιάτο αντί για ψάρι, όμως θα ’χετε παρατηρήσει πως γενικότερα εξαπλώνονται (εντάξει, εδώ, δεν έχουμε ακριβώς επανεμφάνιση), πέρα και από τον σιδερωμένο λόγο των εφημερίδων π.χ. (όπου μάλλον έχουν επικρατήσει και σπανιότατα θα διαβάσετε για «δέκα χρόνια δουλειά» ή «είκοσι τόνους πετρέλαιο»). Και έφτασαν έτσι στο «πιάτο ψαριού», αφού πέρασαν/περνούν από το «κέικ πορτοκαλιού», ή τη «μους λεμονιού» κ.τ.ό.
4 σχόλια:
εδώ, για να μη βάζω κι άλλο πια υστερόγραφο:
μεσημεριανές ειδήσεις στη ΝΕΤ και η παρουσιάστρια λέει ότι εντοπίστηκε νταλίκα "με φορτίο 168 χιλιάδΩΝ πακέτΩΝ τσιγάρΩΝ", δίνει έπειτα το λόγο στον ρεπόρτερ, κι αυτός λέει: "168 χιλιάδΕΣ [ουφ, ανακούφιση!] πακέτΑ [γεια στο στόμα σου, πήγα να πω, αλλά δεν πρόλαβα] τσιγάρΩΝ": τζάμπα χάρηκα -ίσα ίσα, βγήκε μεγαλοπρεπέστερος ο ετερόπτωτος [που μας λέει βεβαίως εδώ: πακέτα ΑΠΟ/ΓΙΑ κτλ. -και όχι ΜΕ- τσιγάρα].
Δε θα καθόμουν να γράψω τώρα για έναν ακόμα ετερόπτωτο: χαμένο ίσως το παιχνίδι, και δε βαριέσαι. Αφορμή μου, το περίφημο "λαμβάνω χώρα", που το ξέχασα όταν αναφερόμουν στο "λαμβάνω", και που αυτό πια κι αν αποτελεί καθαρή "αναβίωση" (αν δεχτούμε πως το "λαμβάνω" επιζούσε/επιζεί σε αρκετές χρήσεις, ιδίως στον "ομαλό" του αόριστο: έλαβα, έλαβες κτλ.). Το βρίσκω λοιπόν στο τηλεοπτικό ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, δύο φορές στο ίδιο άρθρο: "το επεισόδιο έλαβε χώρα σε μια περίοδο..." κτλ., και "η καλύτερη δραματοποίηση ήταν αυτή που έλαβε χώρα στο δελτίο ειδήσεων του Χ". "Ευρύχωρη" δημοτική; Ας πάει και τούτο το παλιάμπελο. Στο τηλεοπτικό όμως ένθετο των χτεσινών Νέων ιδού: "τέτοια προβολή σε νέο ηθοποιό έχει πολύ καρό να λάβει χώρα" -δηλαδή σε ρόλο πασπαρτού, όπως συχνότατα το συγγενικό του "λαμβάνω".
Τρεις χρήσεις μονοκοπανιά αρκούν για ένα μικρό έστω εγκεφαλικό. Κι εμένα πάντως μου αρκούν (όχι οι τρεις μα και μόνο η τελευταία, των Νέων) στην επιχειρηματολογία μου, στη "μονομέρειά" μου, ότι έχουμε εξαρχαϊσμό, ότι παρατηρείται ("λαμβάνει χώρα"!) εξαρχαϊσμός -και δεν πάει να βγάλει το γκουγκλ ότι αυτές και άλλες τέτοιες χρήσεις σαφέστατα "μειοψηφούν" σε σχέση με τα ρήματα "γίνομαι", "συμβαίνω" κτλ.
Σας ευχαριστώ και από εδώ για τη συμμετοχή σας στη συζήτηση περί εξαρχαϊσμού και ζητώ συγγνώμη για την καθυστέρηση με την οποία επανέρχομαι.
Να διευκρινίσω ότι δεν είναι το ερώτημα τού τίτλου («Υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις;») εκείνο στο οποίο εγώ απαντώ αρνητικά, αλλά το ερώτημα αν υφίσταται σήμερα κάποιος «βίαιος εξαρχαϊσμός των πάντων». Έτσι, δεν αποκλείω π.χ. ρήματα όπως τα λαμβάνω, εισέρχομαι, εξέρχομαι να προτιμώνται κάποτε από τα αντίστοιχα της δημοτικής και για ιδεολογικούς λόγους. Δεν με βρίσκει, όμως, σύμφωνο η διαπίστωση ότι έχουν σχεδόν εκτοπίσει τα τελευταία από τη γραπτή χρήση. Η εικόνα που δίνουν τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία (όπως εκείνα που παρέθεσα από την εφημερίδα Τα Νέα, στην οποία είχατε συγκεκριμένα αναφερθεί) απέχει πολύ, νομίζω, από κάτι τέτοιο.
Σε αυτό το σχόλιο, σκόπευα να σταθώ σε ένα γενικότερο ζήτημα, το οποίο θεωρώ βασικό και το έθιξα πρόσφατα και στα Λογοράμματα (με αφορμή σχετική παρατήρηση τού Φοινικιστή): αυτό της διάκρισης μεταξύ επίσημου και ανεπίσημου ύφους στα ελληνικά μετά την εγκατάλειψη της καθαρεύουσας. Αλλά είναι μεγάλο το θέμα και καλύτερα να αναφερθώ σε αυτό αναλυτικότερα στο επόμενο σημείωμα που θα γράψω. Εκείνο που θέλω να πω, για την ώρα, είναι ότι εύστοχες παρατηρήσεις γύρω από τα γλωσσικά (όπως συχνά είναι οι δικές σας) θα είχαν, κατά τη γνώμη μου, καλύτερη αποδοχή και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα αν διατυπώνονταν έξω από τα πλαίσια της τρέχουσας ιδεογλωσσικής (δικός σας ο όρος) πολεμικής. Σε αυτό το σημείωμα, για παράδειγμα, επιχειρηματολογείτε πειστικά κατά τής χρήσης της κατάληξης –ους στη γενική θηλυκών κύριων ονομάτων – ακόμα όταν αυτά είναι αρχαίας προέλευσης, όπως το Σαπφώ. Αν, όμως, αντί να επισημαίνετε σε καταγγελτικό τόνο κάποιες υπερβολές και κωμικές υπερδιορθώσεις που παρατηρούνται, θέτατε απλώς προς συζήτηση (στον χώρο των μεταφραστών, των διορθωτών, των δημοσιογράφων κτλ.) την ευρύτερη υιοθέτηση της κατάληξης –ως, η επιχειρηματολογία σας πιθανόν να έφερνε περισσότερα αποτελέσματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι νομίζω προτιμότερο να προτείνει κανείς, παρά να καταγγέλλει.
Ευχαριστώ για τον χρόνο και την προσοχή σας.
Αγαπητέ hominid,
1. Χαίρομαι που συμφωνούμε καταρχήν ότι υπάρχει εξαρχαϊσμός. Η διαφωνία μας εντέλει έγκειται στον χαρακτηρισμό «βίαιος» που του αποδίδω εγώ, και κυρίως στην εμφατική έκφραση «των πάντων»: γιατί στον «βίαιο εξαρχαϊσμό των πάντων» έχουμε κολλήσει, φαινομενικά τουλάχιστον.
Ωραία, αποσύρω ευχαρίστως το εμφατικό «των πάντων», εάν τάχα χρειάζεται να πω πως είναι σχήμα λόγου, άρα με κάποια δόση υπερβολής, μήπως και ξεκολλήσουμε και μείνουμε στην ουσία. Το αποσύρω, λέω, ευχαρίστως, μολονότι έχουμε ήδη περιορίσει –κι αυτό είναι λάθος– τη συζήτηση σε ορισμένα ρήματα, οπωσδήποτε χαρακτηριστικά των τάσεων που συζητούμε, ελάχιστα όμως καθαυτά αλλά και σαν κατηγορία, μία μόνο από τις πολλές που συνιστούν το φαινόμενο του εξαρχαϊσμού, κατά την άποψή μου.
Ας μείνουμε όμως έστω στα ρήματα αυτά, τα λαμβάνω, εξέρχομαι, εισέρχομαι κτλ. Σ’ αυτό έστω λοιπόν το περιορισμένο κομματάκι του γενικότερου φαινομένου, θα επιμείνω ότι, ακόμα κι αν διαβάζαμε σκέτα αριθμούς όπως αυτούς που παρέθεσες από Τα Νέα, τα μικρά σε απόλυτους αριθμούς ποσοστά των αρχαϊστικών τύπων είναι σχετικώς εξαιρετικά υψηλά.
Και σ’ αυτό το σχετικώς οφείλουμε να κάνουμε τη συζήτηση, εδώ πρέπει, εδώ μένει να γίνει η έρευνα, ώστε να εξαχθούν έπειτα τα όποια συμπεράσματα που θα προχωρούσαν τη συζήτηση και θα «έλυναν» τη διαφωνία μας. Ξαναλέω δηλαδή ότι ευθύγραμμες αναγνώσεις, ερήμην κοινωνικών παραμέτρων και έξω από το συγκεκριμένο περιβάλλον κάθε χρήσης, δε μας βοηθούν καθόλου, μάλλον περιπλέκουν ή, ακόμα χειρότερα, αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση.
Απέσυρα την έκφραση «των πάντων»: θα μείνει όμως η πραγματικότητα, φοβάμαι να μας κοροϊδεύει, ιδίως όσο πληθαίνουν (και προφανώς όλο και θα πληθαίνουν) οι διάφορες αρχαϊστικές έως φαιδρότητος χρήσεις που είδαμε ώς τώρα, και ιδιαίτερα οι «μεταφράσεις» ακόμα και λαϊκών εκφράσεων: ο «βίαιος» δηλαδή εξαρχαϊσμός –εδώ σαφώς και επιμένω.
2. Σίγουρα το κλειδί είναι η απουσία ενός «ανώτερου» επιπέδου ύφους, μιας επίσημης «γλώσσας», αφότου εξέλιπε η καθαρεύουσα: έχω κι εγώ αναφερθεί πολλές φορές στο θέμα αυτό, «αναζήτηση μιας νέας καθαρεύουσας» το επιγράφω, προχώρησα μάλιστα και στη δυσοίωνη πρόβλεψη ότι η αναζήτηση αυτή θα εντείνεται με τα χρόνια –ενδείξεις έχουμε ήδη πλήθος, εκφράσεις νοσταλγίας για την καθαρεύουσα και εξωραϊσμούς της συναντούμε όλο και πιο συχνά, για να μην πάω στον επιστημονικό χώρο, με τα φαινόμενα αναθεωρητισμού και ίσων αποστάσεων, τα οποία έχω επίσης θίξει, πολλές φορές.
Αυτό όμως το θέμα, η έλλειψη –και συναφώς η αναζήτηση– επίσημης «γλώσσας» αφορά, εύλογα και «νόμιμα», τον μέσο χρήστη, έχει να κάνει με τον μέσο χρήστη. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, για τους επαγγελματίες δηλαδή του λόγου, της γραφής κτλ., τους διαβασμένους επιτέλους και ξεσκολισμένους, δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τον όρο «αναζήτηση»: δεν αναζητούν αυτοί· αυτοί, και πάντως οι περισσότεροι, ξέρουν τι θέλουν και ξέρουν και πού να το βρουν, και προπαντός πώς λέγεται αυτό. Αν λέγεται «ευρύχωρη δημοτική» ή «γλώσσα μία, ενιαία και συνεχής» ή όπως αλλιώς, ανεξάρτητα λοιπόν από την όποια ονομασία, το φαινόμενο είναι εξαρχαϊσμός, όπως το λέω εγώ, πείτε το όπως αλλιώς θέλετε εσείς εδώ.
3. Με αυτό το δεδομένο, ή έστω: με αυτή μου την πεποίθηση, δε βλέπω πώς μπορεί να βγει κανείς από το πλαίσιο της ιδεογλωσσικής πολεμικής, πλαίσιο που, με βάση όσα είπα, έχει τεθεί από τους άλλους, οπότε βρίσκεται σε θέση άμυνας κανείς. Γιατί το πρόβλημα εδώ είναι η άνωθεν μεταβολή, και όχι, επαναλαμβάνω, ο μέσος χρήστης, η Τατιάνα δηλαδή με το «εισέρχεται του ναού». Και η άνωθεν μεταβολή έχει τους λόγους της που θέλει να είναι μεταβολή. Δεν πιάνει δηλαδή κι αλλάζει έτσι τυχαία τη γενική, π.χ., σε -ως, αυτήν που την παρέλαβε ομαλά μέσα από αιώνων χρήση, και την κάνει ξαφνικά -ους. Είναι επιλογές αυτές, κι αν (όταν) δεν υπάρχει πίσω τους επιτελικός σχεδιασμός, υπάρχει σίγουρα ιδεολογία. Άρα δεν περιμένει «θέματα προς συζήτηση» ο «χώρος των μεταφραστών, των διορθωτών, των δημοσιογράφων κτλ.» Δυστυχώς.
Αρκεί άραγε αυτό, η πεποίθησή μου δηλαδή πως έχουμε να κάνουμε με ιδεολογία (λίγο ή πολύ συγκροτημένη, άσχετο), να εξηγήσει τον «καταγγελτικό» μου τόνο;
Αν όχι, ιδού μια άλλη εξήγηση, που ίσως έπρεπε να την είχα νούμερο Ένα στα Πέντε «αυτοβιογραφικά» ή «εξομολογητικά» στο σχετικό μπλογκοπαίχνιδο:
Θα ξεκινήσω ανάποδα, με μία μόνο περίπτωση-παράδειγμα, με κάτι που το έχω ξαναπεί εδώ με άλλα λόγια, σίγουρα μισά: όταν, τον τελευταίο μόλις χρόνο, άρχισα να παρακολουθώ, δυστυχώς αποσπασματικά, τη δουλειά που γίνεται εδώ μέσα, στα γλωσσικά μπλογκ εννοώ, έμεινα κατάπληκτος, με δεδομένα ακριβώς τη σοβαρότητα, τη γνώση (όχι, δε γλείφω!) και προπαντός τις θέσεις που εκφράζονται, έμεινα λέω κατάπληκτος με το ότι μπορεί φορείς τέτοιων απόψεων –να επικαλούνται να πω; να επηρεάζονται; πάντως να παραδέχονται, έστω με επιφυλάξεις, τον Μπαμπινιώτη.
Δε θα σταθώ στο επιστημονικό εκτόπισμα του Μπ.: έχω ξαναπεί ότι υπάρχει συνολική κριτική από ολόκληρη σχολή, για την ακρίβεια: συνολική στάση απέναντι στον Μπ.· ακόμα ακριβέστερα: από ολόκληρη σχολή δεν αντιμετωπίζεται διόλου σοβαρά –για να το πω όσο πιο ήπια γίνεται– ο Μπ. σαν επιστήμονας. Μπορεί να διαφωνεί κανείς μ’ αυτό, είναι όμως γεγονός, είναι δεδομένο. Ενώ επίσης είναι γεγονός, άσχετο αν δεν μπορεί να μετρηθεί, ότι πολλά ακόμα θα μπορούσαν να έχουν ακουστεί, να έχουν δηλαδή γραφτεί, αν δεν κρατούσε τα κλειδιά της εξουσίας –τέτοια και τόσα και όπως τα κρατεί– ο Μπαμπινιώτης. Δε θα σταθώ όμως σ’ αυτό, δεν είναι δουλειά δική μου, ούτε θα πω καν αυτά που λένε τώρα παλιοί δικοί του φοιτητές, ξαναδιαβάζοντας τα έργα του, δεν είναι λέω δουλειά δική μου: δική σας είναι, αλλά πάμε παρακάτω.
Πέρα λοιπόν από το όποιο επιστημονικό του εκτόπισμα, την όποια του αξία, ο Μπαμπινιώτης είναι σήμερα αυτό που είναι όχι χάρη στην επιστημοσύνη του αλλά στη δημόσια στάση του στα γλωσσικά πράγματα: όμως εδώ (και αυτό είναι για μένα το μείζον, η δημόσια δηλαδή στάση, ό,τι βγαίνει έξω από τις σχολές και τα αμφιθέατρα, κατευθείαν και από πάσης φύσεως διαύλους στην κοινωνία), εδώ λοιπόν ο χαμαιλεοντισμός, η ασυνέπεια και η διγλωσσία (και η διγλωσσία, έστω μόνο, στην πράξη ισούται με λαϊκισμό και δημαγωγία, ή μεταφράζεται εξ αντικειμένου σε λαϊκισμό και δημαγωγία) είναι πασίδηλες, τις ξέρει ή οφείλει να τις ξέρει αν όχι ο καθένας σίγουρα όποιος κινείται στο χώρο αυτόν.
Και σαν δημόσια στάση ο Μπαμπινιώτης, αυτός με τις πανεπιστημιακές περγαμηνές του, κι από κοντά οι Γιανναράδες κι οι Καλιόρηδες, όπως ξανάπα, υπήρξαν ό,τι καταστροφικότερο για τη γλώσσα, για την κολακεία και την καλλιέργεια όλων των φόβων που απορρέουν από την αντι- ή παραεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας μέσω όλων των στερεοτύπων, ένα μόλις, τόσο δα βηματάκι πριν από τους Πλεύρηδες και τους Λιακοπουλαίους.
Ότι όλοι αυτοί που θρηνολογούσαν πάνω από το νεκρό, όπως το έλεγαν, σώμα της γλώσσας τώρα αγάλλονται με τις αρχαϊστικές –όπως και όσο συμφωνείτε– τάσεις, έτσι όπως το μαρτυρά, κατά τη γνώμη μου, η σιωπή τους, ότι παθαίνουν αλλεπάλληλους οργασμούς με τις αρχαϊκούρες, αρχαϊκούρες να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, ας είν’ και λάθος δηλαδή (όπως και είναι, οι περισσότερες), είναι τάχα δική μου εμμονή; Και πάλι υπερβολή; Να κόψω κάτι; Πόσο, τι; Πάλι πολύ, τεράστιο είναι αυτό που μένει.
Το ξέρω ότι «χάνω» έτσι «επικοινωνιακά» –νά κι άλλο «εξομολογητικό»–, πως δεν κερδίζω λόγου χάρη τον μέσο ή/και αμφιταλαντευόμενο χρήστη (αν και δεν είναι ακριβώς αυτός ο αναγνώστης μου: μπορεί όμως εδώ να μου πείτε ότι γι’ αυτό ακριβώς δεν είναι, για τον καταγγελτικό και άρα, εξ ορισμού σχεδόν, απωθητικό τόνο! σωστό ίσως κι αυτό). Όμως, το παθαίνεις ή δεν το παθαίνεις το εγκεφαλικό, να βλέπεις τον χτεσινό καθαρευουσιάνο μαχητή να λέει σήμερα πως τόλμησε αυτός και μίλησε στο Αθήνησι για δημοτική, πως δημοτικιστής ανέκαθεν δηλαδή κι αυτός, να αποσύρει λίγο λίγο, μία μία, τις θέσεις του περί ανωτέρων γλωσσών (ξαναδιαβάστε τον, παρακαλώ), περί λεξιπενίας και πλείστων άλλων από αυτά που τα έκανε παντιέρα το ’80κάτι; Κι όπως ξανάλεγα, σε λίγο θα μας πει ότι «αυτά έλεγα πάντοτε εγώ, εσείς δεν τα καταλαβαίνατε»!
Πάω για το υπογλώσσιό μου!
Συμπληρωματικά στο προηγούμενο σχόλιο, για τη σιωπή -των λύκων, εννοείται
Στην απόλυτη σιωπή των Σταυροφόρων μπροστά στα πάσης φύσεως λογιόστροφα και αρχαϊκόστροφα λάθη πρέπει νομίζω να προστεθεί και η ανάλογη (όχι απόλυτη αυτή, είν’ η αλήθεια) σιωπή απέναντι
– στην ακλισία: της Νταϊάνα και της Νικαράγουα ή της Σύλβια Πλαθ, που έφτασε και «στο ρόλο της Μαρία στο Γουέστ Σάιντ Στόρι» και στην οδό Μαρία Κάλλας, στα καζίνο, τα παλτό, τα τσίρκο, τα μπουφέ των ξενοδοχείων και τους πλασιέ, του Μεξικό και του Πεκίνο, του γιλέκο έως και του πόπολο (! καλά, υπερδιόρθωση, ούτε λόγος),
– στην κλίση απ’ την άλλη των ευδοκίμως θητευσάντων εις την ελληνικήν: τα μπαρ, τώρα τα μπαρς, τα γκολ, τώρα τα γκολς κτλ., πλάι στα παλαιότερα γνωστά κοντσέρτι, τύμπανι, σόλι και πιάτι,
– στα λατινόγραπτα «ο mini καύσων», το album και το stress και «τα see through φουστάνια»,
– ή στα «υβριδικά» καραγκιοζίστικα, πώς να τα πω δεν ξέρω, realitoπαίχνιδα, club-ίστικη ατμόσφαιρα, fame stor-ίτες, και τόσα άλλα.
Ορισμένα, ελάχιστα από αυτά, έχουν επισημανθεί και στηλιτευτεί (μάλλον παλαιότερα, όλο και πιο σπάνια συναντώ πλέον τέτοια κριτική) σαν προϊόντα ξιπασιάς και ξενομανίας. Έτσι όπως τα βλέπει όμως τώρα κανείς όλα μαζί, και ανάκατα, όπως άλλωστε απαντούν στην τρέχουσα χρήση, φευγάτα προ πολλού από το χώρο τον λάιφστάιλ εντύπων κτλ., δύσκολα θα έμενε στην αρχική ερμηνεία του φαινομένου, την ξιπασιά δηλαδή και την ξενομανία. Προσωπικά όλα αυτά, τα παλαιάς κοπής, μαζί με τις νεότερες κατηγορίες και υποκατηγορίες, τα βλέπω να συνθέτουν λίγο λίγο ένα παζλ, μάλλον να εικονογραφούν μια γενικότερη τάση, σαφώς, σαφέστατα καθαριστική.
Ακόμα και τα κοντσέρτι δηλαδή του Τρίτου ή τα κλαμπς/clubs των λαϊφστάιλ εντύπων τέθηκαν στην υπηρεσία του καθαρισμού της γλώσσας, στα χέρια πια, εννοώ, των διανοουμένων και των επαγγελματιών του λόγου και της γραφής. Έτσι, σποραδικές ή «γκετοποιημένες» χρήσεις ανέβηκαν τα σκαλιά της γλωσσικής ιεραρχίας, μπήκανε στα σαλόνια, και προπαντός άρχισαν να γεννοβολούν αβέρτα.
Άρνηση αφομοίωσης των νεοεισαγομένων, απ’ τη μια, και ακόμα χειρότερα: «απαφομοίωση» (να τον τολμήσω τον νεολογισμό;) των αφομοιωμένων, απ’ την άλλη, βαδίζουν χέρι χέρι όχι στην οδό αλλά στη διαπλατυσμένη λεωφόρο πια των συντηρητικών, λόγιων, αρχαϊστικών τάσεων τής σήμερον ημέρας.
Εύγλωττη έτσι πια και εδώ η σιωπή.
Δημοσίευση σχολίου