Α.-Φ. Χριστίδης, "Χρήσεις της γλώσσας: Οι όροι μιας συζήτησης"
εισήγηση-τελευταία δημόσια εμφάνιση του Α.Φ. Χριστίδη (1946-2004) στο συμπόσιο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας [Σχολής Μωραΐτη], 3-5 Δεκ. 2004, "Χρήσεις της γλώσσας" (δημοσιεύεται στον τόμο με τα πρακτικά, Αθήνα 2005)
Η ποικιλία των γλωσσικών χρήσεων είναι, βέβαια, η ανάκλαση –στη γλώσσα– της κοινωνικής συνθετότητας. Η κοινωνική συνθετότητα ορίζει τη γλωσσική ποικιλία και ταυτόχρονα ορίζεται από αυτήν. Αυτή η συστατική διαπλοκή συνθέτει το γλωσσικό φαινόμενο ως κοινωνικοϊστορικό μόρφωμα. Και η διαπλοκή αυτή οργανώνεται και δρα στη βάση κοινωνικοϊστορικών αξιοδοτήσεων. Η συζήτηση για τις γλωσσικές χρήσεις –και τα πάθη που αυτή η συζήτηση συχνά διεγείρει– αφορά αυτές τις αξιοδοτήσεις. Και εδώ ακριβώς, όπως συμβαίνει πάντοτε στο χώρο της ιδεολογίας, γεννιούνται οι περιπλοκές: φυσικοποίηση του κοινωνικού, απολυτοποίηση του σχετικού και η συνακόλουθη ψευδής συνείδηση, συνειδητή κάποτε συγκάλυψη του κοινωνικού χαρακτήρα αυτών των αξιοδοτήσεων και της κοινωνικοϊστορικής σχετικότητάς τους.
Διαβάστε περισσότερα...
Η συμβολή της γλωσσολογίας –μιας επιστήμης που γεννιέται πριν από 150 χρόνια– στη σχετική προβληματική είναι σημαντική, αλλά ταυτόχρονα περιορισμένη ως προς τη δραστικότητά της. Έτσι, η γλωσσολογική απάντηση στη θέση «η ελληνική είναι μητέρα όλων των γλωσσών» –η απάντηση δηλαδή ότι αυτό δεν ισχύει, ότι η ελληνική είναι μία από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κ.λπ.– αφαιρεί από την άποψη αυτή την επιστημονική της εγκυρότητα, αλλά δεν κλονίζει, κατά κανόνα, το πάθος και την εμμονή κάποιων στη θέση αυτή, γιατί δεν αποκαλύπτει και δεν συγκρούεται με τις κατά πολύ ευρύτερες από τη γλώσσα κοινωνικές αξιοδοτήσεις που την παράγουν.
Αντιστοίχως, η γλωσσολογική απάντηση στην τρέχουσα άποψη ότι ο χρήστης της νέας ελληνικής είναι ανεπαρκής έως «ανάπηρος» χωρίς τη γνώση της αρχαίας ελληνικής του 5ου αι. π.Χ. –η απάντηση δηλαδή ότι κάθε γλωσσικό σύστημα, και επομένως ο χρήστης του, έχει σε κάθε χρονική στιγμή επικοινωνιακή και εκφραστική αυτάρκεια και δεν χρειάζεται τη στήριξη του γλωσσικού παρελθόντος– αφαιρεί μεν από τη θέση αυτή την επιστημονική της εγκυρότητα, αλλά δεν την κλονίζει ως προς την κοινωνική της δραστικότητα, γιατί, και πάλι, δεν συγκρούεται μαζί της στην ευρύτερη κοινωνική αρένα που τη νοηματοδοτεί, στις ευρύτερες κοινωνικές αξιοδοτήσεις που την υποβαστάζουν. Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο, όταν προεπιστημονικές απόψεις για τη γλώσσα υποστηρίζονται –και τα παραδείγματα στην Ελλάδα δεν είναι λίγα– από γλωσσολόγους που επιλέγουν να ξεχάσουν ή να διαστρεβλώσουν κατακτημένες γνώσεις για το γλωσσικό φαινόμενο, προκειμένου να υπηρετήσουν, μέσω της γλώσσας, μια ευρύτερη κοινωνική ιδεολογία.
Το ζήτημα, λοιπόν, των χρήσεων της γλώσσας και η σχετική συζήτηση έχει ως ελάχιστη προϋπόθεση το σεβασμό της κατακτημένης γνώσης για το γλωσσικό φαινόμενο. Επαναλαμβάνω, ως ελάχιστη προϋπόθεση. Γιατί πέρα απ’ αυτό είναι απαραίτητη η διεύρυνση της συζήτησης μέχρι τα πραγματικά της όρια: τις στάσεις απέναντι στην κοινωνία. Και εδώ ο ειδικός, και εν προκειμένω ο γλωσσολόγος, οφείλει να τοποθετηθεί –ως ενεργός πολίτης πια– απέναντι σε αξιοδοτήσεις των γλωσσικών χρήσεων, όχι –ή όχι μόνο– γιατί προδίδουν άγνοια της φύσης της γλώσσας, αλλά γιατί αποτελούν ψηφίδες μιας ευρύτερης ιδεολογίας που αφορά την κοινωνία στο σύνολό της. Η επιστημονική αλήθεια ήταν και είναι πάντοτε το επώδυνο αποτύπωμα της κοινωνικοϊστορικής ζύμωσης και ο ειδικός που δεν κρατά ζωντανό, στην ιδεολογία και στην πρακτική του, αυτόν τον ομφάλιο λώρο αποτελεί απλώς μέλος ενός ιερατείου που εξαντλείται στην ακαδημαϊκή ορθότητα.
Θα ξαναγυρίσω σε λίγο στο ζήτημα αυτό καθώς και στο νεοελληνικό τοπίο σε σχέση με το θέμα «γλωσσικές χρήσεις». Στο μεταξύ, θα ήθελα να ανοίξω κάπως τη βεντάλια της συζήτησης στην κατεύθυνση της διαπολιτισμικής φαινομενολογίας των χρήσεων της γλώσσας και των κοινωνικών αξιοδοτήσεων που τις νοηματοδοτούν. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, μια οριακή γλωσσική χρήση είναι η σιωπή. Σε πολλούς πολιτισμούς η απαγόρευση της αιμομιξίας υποστηρίζεται από τη σιωπή: έτσι, μόλις ο γιος μπει στην εφηβεία, η μάνα, για ένα διάστημα, δεν του απευθύνει το λόγο. Αντίστοιχα η νύφη δεν επιτρέπεται να απευθύνει το λόγο στον πεθερό. Αλλού πάλι, ο γαμπρός, όταν απευθύνεται στην πεθερά του, είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει ένα ιδιαίτερο είδος λόγου, την περίφημη «γλώσσα της πεθεράς». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η υποκείμενη κοινωνική παράμετρος που παράγει αυτές τις γλωσσικές διαφοροποιήσεις –από τη σιωπή μέχρι τις ειδικές χρήσεις– είναι η τήρηση του ταμπού της αιμομιξίας και των συγγενικών της απαγορεύσεων.
Διαφορετικές γλωσσικές χρήσεις οριοθετούν, επίσης, τους διακριτούς κοινωνικούς ρόλους των φύλων. Έτσι, σε ινδιάνικες κοινότητες της Αμερικής υπάρχει σαφής διάκριση γυναικείου και ανδρικού λόγου. Οι ανδρικοί τύποι χρησιμοποιούνται μόνο από άρρενες που μιλούν σε άρρενες, ενώ οι γυναικείοι τύποι χρησιμοποιούνται από γυναίκες που απευθύνονται σε άνδρες ή γυναίκες και από άρρενες που απευθύνονται σε γυναίκες (κάτι σαν την παλαιότερη χρήση του καλέ, ως τύπου οικείας προσφώνησης άνδρα προς γυναίκα· βλ. Sapir 1949, σ. 206-212).
Σε πολυγλωσσικές κοινωνίες –στην Ινδία λ.χ. ή στην Αφρική– η πολυγλωσσία ανακλά και ταυτόχρονα ρυθμίζει την κοινωνική ιεραρχία. Έτσι, για να δώσω ένα παράδειγμα από την Ινδία, ο υπηρέτης που έχει μητρική τη γλώσσα Χ, αλλά μιλά ταυτόχρονα και τη γλώσσα του αφεντικού του, έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί μόνο τη μητρική του γλώσσα όταν απευθύνεται στο αφεντικό, ενώ το αφεντικό μπορεί να του μιλήσει είτε στη γλώσσα Χ –τη μητρική του υπηρέτη–, είτε στη δική του μητρική γλώσσα (Kubchandani 1981).
Στο Benin της Αφρικής (Mesmin κ.ά. 1995, σ. 26) η πολυγλωσσία των ομιλητών ρυθμίζεται από αξιοδοτήσεις που ανακλούν κοινωνικές περιστάσεις και την ιεραρχία τους. Για θέματα της καθημερινότητας χρησιμοποιεί κανείς τη γλώσσα Fon, για σοβαρότερα θέματα χρησιμοποιείται η γλώσσα Nago, για θέματα υγείας –όταν φροντίζει κανείς κάποιον άρρωστο– χρησιμοποιείται η γλώσσα Yoruba και, όταν πρόκειται για σοβαρή αρρώστια, χρησιμοποιείται η αρχαιότερη μορφή της γλώσσας Yoruba (ένα είδος «καθαρεύουσας»).
Η συνάρτηση γλωσσικών χρήσεων και κοινωνικών αξιοδοτήσεων γίνεται ακόμα πιο σύνθετη, όταν αφορά τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης και εμπειρίας. Γιατί, λ.χ., σε κάποιους πολιτισμούς, όταν μιλά κανείς για νεκρούς, η κανονική προφορά αντικαθίσταται με μια προφορά όπου κυριαρχεί η έρρινη απόδοση (βλ. Calame-Griaule 1993); Γιατί η υπερβατική διάσταση –θρησκεία, μαγεία– συνδέεται με τη σιωπή, το άναρθρο, το ακατανόητο, το αρχαϊκό, το ξενόγλωσσο; Όπως σημειώνει ο Mauss (1972), «οι μάγοι χρησιμοποιούσαν τα σανσκριτικά στην Ινδία που μιλούσε Ρrakrit, τα αιγυπτιακά και τα εβραϊκά στον ελληνικό κόσμο, τα ελληνικά στο λατινόφωνο κόσμο και τα λατινικά στα νεότερα χρόνια». Τι σημαίνει η εμμονή των θρησκειών σε αρχαιότροπες μορφές λόγου; Τα λατινικά στην καθολική εκκλησία; Η ελληνιστική κοινή στην ορθόδοξη εκκλησία;
Δεν υπάρχει αμφιβολία, αν και δεν υπάρχει η χρονική δυνατότητα να συζητηθεί εδώ, ότι και στην περίπτωση αυτή δρα –με τρόπο οριακό και γι’ αυτό εξαιρετικά ενδιαφέροντα– η κοινωνική αξιοδότηση του γλωσσικού οργάνου στην κατεύθυνση της υπέρβασης –γιατί έτσι εξυπηρετούνται υπερβατικές ανάγκες– των βασικών λειτουργικών του συστατικών: προτασιακή άρθρωση, κατανοητότητα, προτεραιότητα του συγχρονικού.
Μπορούμε τώρα να μετακινηθούμε σε περιοχές πιο οικείες για το ζήτημα που μας απασχολεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα κρίσιμο επεισόδιο –όχι το μόνο– στη διαμόρφωση των κοινωνικών αξιοδοτήσεων των γλωσσικών χρήσεων ήταν η γέννηση της γραφής. Ο γραπτός λόγος και η συστατική σύνδεσή του με την κοινωνική ισχύ παράγει αξιοδοτήσεις που δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν ακόμα σε κοινωνίες που δεν διαθέτουν γραφή. Ο γραπτός λόγος, ως «υψηλή» γραμματειακή χρήση, θα παραγάγει πρότυπα που θα ορίσουν, διαπολιτισμικά, το τοπίο των γλωσσικών αξιοδοτήσεων. Από τον αττικισμό ως την καθαρεύουσα, η «υψηλή», γραπτή, γραμματειακή χρήση της αττικής διαλέκτου θα παραγάγει αξιοδοτήσεις που υποβαθμίζουν τις καθομιλούμενες μορφές γλώσσας. Από τη «χρυσή» λατινική γραμματεία ως την πρώιμη νεωτερικότητα, η «υψηλή», γραπτή, γραμματειακή χρήση της λατινικής θα παραγάγει και θα εγκαταστήσει την αξιοδότηση αυτής της εκδοχής της λατινικής ως «υψηλού» γλωσσικού προτύπου και lingua franca της επιστήμης και όχι μόνο (βλ. Waquet 1998). Αρκεί να θυμίσω την περίφημη «διαμάχη των αρχαίων και των μοντέρνων» στη Γαλλία του 18ου αι., που απαξίωνε την ομιλούμενη γαλλική ως ανεπαρκή σε σύγκριση με τη λατινική. Αλλά και η ανάδειξη –στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα– γεωγραφικών διαλέκτων σε κοινές μορφές γλώσσας θα βασιστεί, συχνά, σε διαλέκτους που διακρίθηκαν στο χώρο της γραμματείας και της λογοτεχνίας, του γραπτού δηλαδή λόγου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τοσκανική στην Ιταλία. Και στη νεοελληνική περίπτωση η διαμόρφωση της κοινής νεοελληνικής με βάση τις πελοποννησιακές διαλέκτους δεν ανακλά μόνο την πριμοδότηση των διαλέκτων που συνδέθηκαν με το κέντρο βάρους της Επανάστασης, αλλά και το γεγονός ότι οι διάλεκτοι αυτές παρουσιάζουν –σε σχέση με άλλες– τις μικρότερες, φωνητικά κυρίως, αποκλίσεις από το κυρίαρχο αρχαϊστικό γραπτό πρότυπο. Και πριν κλείσουμε την ενότητα αυτή, ας επισημάνουμε το προφανές: ότι το «υψηλό», γραπτό γλωσσικό πρότυπο –αττική διάλεκτος ή λατινική λ.χ.– παράγεται από την ιστορική σύνδεση του γλωσσικού εργαλείου με την πολιτική και οικονομική ισχύ.
Το επόμενο κρίσιμο επεισόδιο στη διαμόρφωση στάσεων απέναντι στις γλωσσικές χρήσεις –που διαπλέκεται με τη δύναμη της γραφής, όπως επαυξάνεται από την ανακάλυψη της τυπογραφίας– είναι η γέννηση, στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, του έθνους-κράτους. Το έθνος-κράτος συνδέεται με την επικράτηση του ιστορικού καπιταλισμού στη θέση της μεσαιωνικής φεουδαρχίας. Στο χώρο της γλώσσας και των χρήσεών της προβάλλεται ως έλλογο πρόταγμα η γλωσσική ομοιογένεια, σαν αντίλογος στο πολυγλωσσικό μωσαϊκό των προνεωτερικών κρατικών μορφωμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γαλλική Επανάσταση. Για τη Γαλλική Επανάσταση η γλωσσική ομοιογένεια –στη βάση της γαλλικής γλώσσας, που μιλιέται την εποχή αυτή από ομιλητές λιγότερους από το 50% της γαλλικής επικράτειας– θα συμβάλει στη διάχυση, μέσω της γενικευμένης εκπαίδευσης, των οικουμενικών αξιών της επανάστασης: αδελφότητα, ισότητα, κοινωνία πολιτών, κράτος δικαίου. Αυτές τις αξίες αντιστρατεύεται –στην πολυμορφική γλωσσική του φυσιογνωμία– το «Παλαιό Καθεστώς» (Ancien Régime): διάλεκτοι και ιδιώματα (patois), άλλες γλώσσες. Το αίτημα της γλωσσικής ομοιογένειας, στο όνομα των νέων πολιτικοκοινωνικών αξιών, θα ενισχυθεί από τις ανάγκες του αρχόμενου βιομηχανικού καπιταλισμού: μαζική παραγωγή που απαιτεί ένα σχετικά ομοιογενές –και γλωσσικά– εργατικό δυναμικό. Έτσι, το έθνος-κράτος στην πρότυπη μορφή του, που προκύπτει από τη Γαλλική Επανάσταση, θα πριμοδοτήσει τη γλωσσική ομοιογένεια, με βάση, βέβαια, ομιλούμενες μορφές γλώσσας, και θα απαξιώσει ή θα στιγματίσει τη γλωσσική πολυμορφία –διαλέκτους, άλλες γλώσσες στο πλαίσιο του έθνους-κράτους. Η καθιέρωση μιας κοινής, standard γλώσσας θα παραγάγει σχεδόν αυτόματα αυτή την απαξίωση, στο βαθμό που η μη προσχώρηση στην κοινή, standard γλώσσα έχει ιδιαίτερο κοινωνικό κόστος για τον ομιλητή.
Στο μέτρο που η νεωτερική έννοια του κράτους που προβάλλεται από τη Γαλλική Επανάσταση συνυπάρχει με την αρχαϊκή έννοια του έθνους, το έλλογο αίτημα της γλωσσικής ομοιογένειας, που συνδέεται με το νεωτερικό κράτος και τις οικουμενικές αξίες που το στηρίζουν, εύκολα και συχνά –σε συνάρτηση με ιδιαίτερα ιστορικά συμφραζόμενα και ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες– θα επηρεαστεί από τις αρχαϊκές αξίες του έθνους: φυλή, καθαρότητα κ.λπ. Και οι εδαφικοί ανταγωνισμοί των εθνών-κρατών θα επιτείνουν αυτή την εκτροπή του έλλογου προτάγματος της γλωσσικής ομοιογένειας στο αρχαϊκό πρόταγμα της γλωσσικής «καθαρότητας». Αυτή η εξέλιξη αναγγέλλεται, βέβαια, πρώιμα από τη γερμανική ιδεολογία περί έθνους κα ευνοείται ιδιαίτερα από τις ιστορικές ιδιαιτερότητες μεταγενέστερων εθνογενέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι βαλκανικές εθνογενέσεις.
Εδώ θα ήθελα να κάνω μια σύντομη αναφορά στη νεοελληνική περίπτωση. Το αίτημα της γλωσσικής ομοιογένειας –της δημιουργίας μιας κοινής, standard γλώσσας– συνδέθηκε στη νεότερη Ελλάδα με το ζήτημα της σχέσης της με την κλασική αρχαιότητα. Και το ζήτημα αυτό –για τα συμφραζόμενα του νεοελληνικού 19ου αιώνα– ήταν κρίσιμα διαμεσολαβημένο από το αίτημα της νεοελληνικής ευρωπαϊκότητας. Η εμμονή στην καθαρεύουσα, ως κοινή, υψηλής μορφής, γλώσσα, ήταν συνυφασμένη με το αίτημα προς τους ισχυρούς διαχειριστές της κλασικής κληρονομιάς –τους Ευρωπαίους– να αναγνωριστεί η ευρωπαϊκότητα του νεότευκτου ελληνικού έθνους-κράτους. Τα προβλήματα εκσυγχρονισμού που έθετε η εμμονή σε αυτό το περιορισμένης χρήσης, γραπτό κυρίως, εργαλείο δεν ήταν αρκετά ώστε να υπονομεύσουν τη συμβολική του δύναμη. Το πρώτο ρήγμα –και αυτό όχι καίριο– θα εμφανιστεί όταν αρχίζουν να κυριαρχούν, στην πορεία του όψιμου 190υ αιώνα, ζητήματα που έχουν να κάνουν με την εδαφικότητα του έθνους-κράτους: διεκδίκηση, κατά κύριο λόγο, μη ελληνόφωνων πληθυσμών σε χώρους όπου προσέβλεπε να επεκταθεί εδαφικά το νεοελληνικό κράτος. Και για τη στόχευση αυτή η καθαρεύουσα ήταν εμπόδιο.
Για να συνοψίσουμε ως εδώ, η γέννηση του έθνους-κράτους θα σημάνει, για κοινωνικοϊστορικούς λόγους, την αξιοδότηση της γλωσσικής ομοιογένειας με τη μορφή της κοινής, standard γλώσσας και την απαξίωση, στα όρια του έθνους-κράτους, της γλωσσικής ποικιλομορφίας, διαλεκτικής ή αλλογλωσσικής. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει, σε συνάρτηση με τις ανταγωνιστικές περιπέτειες των εθνών-κρατών και τη συνακόλουθη ανάδειξη των αρχαϊκών συστατικών της εθνικής ιδεολογίας, στη φυσικοποίηση της γλωσσικής ομοιογένειας: η ομοιογένεια αυτή χάνει την ιστορική της σχετικότητα και μετατρέπεται σε φυσική γλωσσική τάξη πραγμάτων, η οποία απειλείται ενδοεθνικά από την «αφύσικη», «μη καθαρή», παθολογική, επικίνδυνη γλωσσική ποικιλομορφία, διαλεκτική αλλά κυρίως αλλογλωσσική.
Θα ήθελα να αναφερθώ σύντομα στις υπερεθνικές αξιοδοτήσεις της γλώσσας και των γλωσσικών χρήσεων, όπως διαμορφώνονται στη μετανεωτερική εποχή με τα υπερεθνικά μορφώματα που τη χαρακτηρίζουν, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Μέσα στο πλαίσιο αυτό δρουν –για προφανείς λόγους– οι αντίθετες αξιοδοτήσεις από αυτές που παρακολουθήσαμε στο πλαίσιο του έθνους-κράτους. Οι επιτελικοί γλωσσικοί σχεδιασμοί των κέντρων αυτής της νέας πραγματικότητας προωθούν τη γλωσσική ποικιλομορφία, σε αντίθεση με τη γλωσσική ομοιογένεια του έθνους-κράτους, αλλά με έμφαση –σχεδόν αποκλειστική– στην εργαλειακή διάσταση της γλώσσας, όπως ορίζεται από υπαρκτές ανισότητες και τη σχετική «κοστολόγηση» που παράγουν οι ανισότητες αυτές. Η εργαλειακή διάσταση της γλώσσας και των χρήσεών της μυθοποιείται, όπως αντίστοιχα γινόταν –και γίνεται– η μυθοποίηση της εκφραστικής διάστασης της γλώσσας στο πλαίσιο του έθνους-κράτους. Αν για την εθνική γλωσσική ιδεολογία η γλώσσα –ως εθνική μονογλωσσία– εκφράζει την «ψυχή» του έθνους και αυτή είναι η βασική της διάσταση, για την υπερεθνική γλωσσική ιδεολογία η γλώσσα είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας χωρίς εκφραστική διάσταση –σύνδεση, δηλαδή, με ταυτότητες και εν γένει με την ανθρώπινη υποκειμενικότητα–, το οποίο αξιολογείται στη βάση αυτής ακριβώς της εργαλειακότητας: η μικρή, ασθενής γλώσσα απαξιώνεται· η μεγάλη, ισχυρή γλώσσα μυθοποιείται και αποτελεί πυρήνα του προτύπου πολυγλωσσίας που προωθείται.
Εδώ θα πρέπει να προσθέσει κανείς τοποθετήσεις που δεν συνδέονται αναγκαστικά με τα υπερεθνικά γλωσσικά επιτελεία και προέρχονται από μετανεωτερικούς διανοούμενους που θεωρούν, συχνά, το έθνος-κράτος σαν μια, περίπου, «διαστροφή» της ιστορίας. Η οπτική αυτή παράγει δύο στάσεις στο χώρο της γλώσσας: αφενός τη δαιμονοποίηση της αγγλικής ως γλωσσοκτόνου παράγοντα –εδώ εθνικισμός και υπερεθνισμός (ή αντιεθνισμός) συναντιούνται–, αφετέρου την αντιμετώπιση της γλωσσικής ποικιλομορφίας ως φυσικής γλωσσικής τάξης πραγμάτων και της γλωσσικής ομοιογένειας ως παθογένειας. Πρόκειται βέβαια για φυσικοποίηση του κοινωνικοϊστορικού στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ ό,τι στην περίπτωση των εθνικών ιδεολογιών για τη γλώσσα και τις χρήσεις της: στη φυσικοποίηση της γλωσσικής ομοιογένειας αντιπαρατίθεται η φυσικοποίηση της γλωσσικής ποικιλομορφίας. Και στις δύο περιπτώσεις η ιστορική σχετικότητα –ως εργαλείο κατανόησης– καταργείται. Και στη δεύτερη περίπτωση παράγεται, επιπλέον, ένας υποεθνικός εθνισμός ή αλλιώς υποεθνικός κοινοτισμός, που αναπαράγει σε αυτό το επίπεδο όλα τα χαρακτηριστικά των εθνικών ιδεολογιών με τα οποία υποτίθεται ότι συγκρούεται.
Ήδη αναφέρθηκα στα αγγλικά, τη σημερινή διεθνή γλώσσα επικοινωνίας. Κάθε ιστορική εποχή είχε και έχει την ανάγκη τέτοιου είδους γλωσσικών εργαλείων, μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας: αραμαϊκή, ελληνιστική κοινή, γαλλικά, αγγλικά. Γι’ αυτό η φοβική στάση απέναντι στα αγγλικά δεν είναι η προσφορότερη προσέγγιση στο ζήτημα. Αν η διεθνής γλώσσα επικοινωνίας –τα αγγλικά εν προκειμένω– δεν αφαιρεί χώρους «υψηλής» χρήσης (π.χ. πανεπιστημιακή διδασκαλία, γλώσσα διδακτορικών διατριβών) από την τοπική γλώσσα –στην περίπτωσή μας τα ελληνικά–, δεν υπάρχει λόγος κινδυνολογικού προστατευτισμού. Όταν όμως τέτοιες υψηλές χρήσεις αρχίζουν να παραχωρούνται στην ισχυρή διεθνή γλώσσα, προφανώς υπάρχει ζήτημα. Οι Σκανδιναβοί, που έκαναν πρώιμα αυτή την εκχώρηση, ήδη ανησυχούν, γιατί η γλώσσα τους δεν καλλιεργείται στους «υψηλούς» αυτούς γλωσσικούς χώρους. Έχει υποστεί «απώλεια πεδίων» (domain loss), κατά τη γλωσσολογική ορολογία.
Θα ήθελα, πριν προχωρήσω στην ολοκλήρωση αυτής της διαδρομής, απλώς να ονομάσω δύο ζητήματα που συνδέονται με το θέμα μας, χωρίς να τα συζητήσω, λόγω έλλειψης χρόνου: (α) τη σχέση γλώσσας-γλωσσικών χρήσεων και νέων τεχνολογιών (βλ. Κουτσογιάννης 2001)· (β) τη σχέση γλώσσας και εικόνας. Το δεύτερο κρίσιμο αυτό ζήτημα αφορά κεντρικά την εκπαίδευση και η ελληνική εκπαίδευση είναι χαρακτηριστικά ανέτοιμη να το αντιμετωπίσει (βλ. σχετικά το συνέδριο «Εικόνα και παιδί», 27-29.9.2001, Θεσσαλονίκη, Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, ΑΠΘ).
* * *
Τελειώνοντας, επιτρέψτε μου να ξαναγυρίσω στη γλωσσική μας επικαιρότητα. Η αξιοδότηση των αρχαίων ελληνικών ως ανώτερης μορφής γλώσσας που λειτουργεί σαν «σωστικό του έθνους» (κατά τη διατύπωση της Έλλης Σκοπετέα) και σαν τέτοιο στηρίζει γλωσσικά τους «ανεπαρκείς» χρήστες της νέας ελληνικής και ταυτόχρονα τους «φρονηματίζει» –με ό,τι οπισθοδρομικό σημαίνει παντού και πάντοτε η έννοια αυτή–, η αξιοδότηση αυτή, λοιπόν, δεν στηρίζεται μόνο σε ένα εσφαλμένο γλωσσολογικό και παιδαγωγικό σκεπτικό· υπονοεί –και συνεπάγεται– μέσω του μύθου της ανώτερης, περιούσιας γλώσσας και κατ’ επέκταση του ανώτερου, περιούσιου λαού, ένα ευρύτερο κοινωνικό σκεπτικό, το οποίο –εξ αντικειμένου τουλάχιστον για όσους δεν το προσυπογράφουν «εξ υποκειμένου»– τροφοδοτεί μεταξύ άλλων την ξενοφοβία, το ρατσισμό, τη μη ανοχή, και κρατά τη νεοελληνική γλωσσική εκπαίδευση των αρχών του 21ου αιώνα όμηρο ενός κοινωνικά επιζήμιου φαντασιακού. Δεν σκοπεύω να σχολιάσω ειδικότερα (το έχω κάνει αλλού) αυτή τη γλωσσική και πολιτισμική μυθολογία και την απολογητική της. Αν πρόσφατες απόψεις, όπως της καθηγήτριας κ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Φιλολόγων (ομιλία με θέμα «Η πολιτισμική οικουμενικότητα της ελληνικής γλώσσας», στο πλαίσιο ημερίδας του ΥΠΕΠΘ με τίτλο «Παιδεία και Πολιτισμός» στη Θεσσαλονίκη, 14.9.2004), περί της δομικής μοναδικότητας της αρχαίας ελληνικής είναι απλώς μη σοβαρές, η όψιμη προσχώρηση του καθηγητή Ι. Καζάζη (Βήμα, 31.8.2004) στη μυθοποίηση των αρχαίων ελληνικών –παρά τη δεκάχρονη θητεία του στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, που κινήθηκε στον αντίποδα τέτοιων απόψεων– είναι μόνο σημάδι των καιρών. Και εδώ θα ήθελα να θυμίσω τις ιδρυτικές αρχές του ΚΕΓ, όπως καταγράφονται στον πρόλογο του πρώτου προέδρου του ΚΕΓ καθ. Δ. Ν. Μαρωνίτη, στην πρώτη τρίγλωσση έκδοση του ΚΕΓ με τίτλο Η ελληνική γλώσσα (επιστημονικός υπεύθυνος Α.-Φ. Χριστίδης, Αθήνα 1996):
1. Η νεοελληνική γλωσσική αγωγή απαλλάσσεται από ιδεολογικού τύπου συμπλέγματα και ελέγχεται κυρίως με τα κριτήρια και τα δεδομένα των αρμόδιων επιστημών.
2. Η νεοελληνική γλώσσα συναρτάται, αλλά δεν εξαρτάται από την αρχαία ελληνική γλώσσα και τις ενδιάμεσες λόγιες παραλλαγές της.
3. Η καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσσας, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αποδεσμεύεται από ανελαστικά κανονιστικά πρότυπα και επαφίεται κυρίως στην καθημερινή άσκηση ομιλίας και γραφής της.
4. Τέλος, στον παρόντα τόμο καταβάλλεται προσπάθεια να αποφευχθούν οι συμπληγάδες τόσο της γλωσσικής έπαρσης όσο και της γλωσσικής αγωνίας για τη στήριξη και την προβολή της ελληνικής γλώσσας στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Ο κ. Καζάζης δεν διατύπωσε καμία ένσταση απέναντι στις απόψεις αυτές, όπως και στη σειρά εκδόσεων του ΚΕΓ (και ειδικότερα του Τμήματος Γλωσσολογίας –και όχι μόνον) που καθορίστηκαν από αυτή την ιδεολογική και επιστημονική «πλατφόρμα».
Με αυτό το σκεπτικό δραστηριοποιήθηκε το ΚΕΓ, με συνέδρια, σειρές ομιλιών, εκδόσεις στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και ευρύτερα. Θυμίζω ενδεικτικά τρεις από τις πολλές εκδόσεις της δεκαετίας 1994-2004:
1. Το δίτομο δίγλωσσο έργο: «Ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου (26-28.3.1997), επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 2 τόμοι, Θεσσαλονίκη 1999.
2. Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου, Θεσσαλονίκη 2001.
3. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, ΚΕΓ και Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2001. (Έχουν ήδη γίνει τρεις ανατυπώσεις και επίκειται η έκδοση της αγγλικής μετάφρασης από τον αγγλικό οίκο Cambridge University Press [Φεβρουάριος 2005].)
Αυτό το σκεπτικό εξασφάλισε στο ΚΕΓ –και στην Ελλάδα, στο βαθμό και στο ποσοστό που το ΚΕΓ την εκπροσωπούσε σε θέματα ευρωπαϊκής γλωσσικής πολιτικής– ευρωπαϊκή αναγνώριση (στη θέση μιας ευρωπαϊκής «γραφικότητας» που εξαντλούνταν στη ρητορεία περί του μεγαλείου της ελληνικής γλώσσας) και, θέλω να πιστεύω, «φωτεινό» κοινωνικό πρόσωπο. Και αυτή την πορεία «αδειάζει», αιφνιδίως και χωρίς να το έχει προαναγγείλει στην πορεία μιας δεκαετίας, ο κ. Καζάζης. Έχει προφανώς τους λόγους του.
Μερικά σύντομα σχόλια για τις απόψεις που διατυπώνει ο κ. Καζάζης. «Τα ελληνικά» μας λέει «είναι ένας από τους δύο πυλώνες του γραμματισμού –ο άλλος είναι τα μαθηματικά». Γραμματισμός είναι, όσον αφορά τη γλώσσα, η επάρκεια στην ποικιλία χρήσεων που κάνουν τη γλώσσα κοινωνικό εργαλείο. Και αυτή η επάρκεια αφορά βέβαια τη ζωντανή, ομιλούμενη γλώσσα. Θα περίμενε κανείς ότι ο κ. Καζάζης θα είχε να πει κάτι για το σημαντικό αυτό ζήτημα. Άλλωστε το ΚΕΓ οργάνωσε δραστηριότητες και εκδόσεις πάνω στο ζήτημα αυτό (συνέδριο «Ο Γραμματισμός σήμερα: Τοπικές οπτικές σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα», 14 και 15 Μαΐου 2004, Αθήνα· Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη γλώσσα, επιμ. Α.-Φ Χριστίδης σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου, 2001· Πληροφορική - Επικοινωνιακή τεχνολογία και γλωσσική αγωγή: Η διεθνής εμπειρία, επιμ. Δ. Κουτσογιάννης, 2001). Ο κ. Καζάζης όμως δεν ενδιαφέρεται για το γραμματισμό και το πραγματικό του περιεχόμενο. Απλώς ενδιαφέρεται να προετοιμάσει το έδαφος –γι’ αυτό άλλωστε μιλά για ελληνικά και όχι για νέα ελληνικά– για τη γνωστή επιστημονικά και παιδαγωγικά ανυπόστατη άποψη για τα αρχαία ελληνικά «ως βασικό στήριγμα για την εις βάθος πρόσκτηση της ελληνικής».
Και το επιχείρημα αυτό επανήλθε στην ομιλία της κ. Ξανθάκη-Καραμάνου. Λάθη στην κλίση τριτόκλιτων (π.χ. της πλήρης) τεκμηριώνουν, κατά την άποψή της, το «βαρβαρισμό» και την «ένδεια» που χαρακτηρίζουν τη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα και απαιτούν επειγόντως την αρωγή των αρχαίων ελληνικών για να σταματήσει αυτή η γλωσσική «έκπτωση». Η κ. Ξανθάκη-Καραμάνου όφειλε, ως φιλόλογος, να ξέρει ότι τέτοιου είδους λάθη οφείλονται στο γεγονός ότι η τρίτη κλίση είναι, εδώ και πολλούς αιώνες, ανενεργή στο σύστημα της ομιλούμενης νέας ελληνικής. Με απλά λόγια, ήδη από τα χρόνια της ελληνιστικής κοινής η τρίτη κλίση αρχίζει να χάνεται. Έτσι ο γέρων, λ.χ., έγινε γέρος, με μια διαδικασία εξομάλυνσης που έκανε τα τριτόκλιτα δευτερόκλιτα. Η μακρόχρονη διγλωσσία συντήρησε τεχνητά την τρίτη κλίση στον γραπτό, κυρίως, λόγο (καθαρεύουσα). Από τη στιγμή (1976) που η καθαρεύουσα μπαίνει, επιτέλους, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, τέτοιου είδους «λάθη» πολλαπλασιάζονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να διορθώνονται και να επικρίνονται –ιδίως όταν ακούγονται σε «υψηλές» χρήσεις, όπως λ.χ. στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης– αλλά χωρίς θρήνους και κοπετούς για «γλωσσική παρακμή» και τα συναφή. Γιατί, απλώς, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Εκτός αν η κ. Ξανθάκη-Καραμάνου προσυπογράφει (και αυτό είναι το πιθανότερο) την επιστημονικά ανυπόστατη μυθολογία για τη γλωσσική αλλαγή ως έκπτωση και παρακμή. Αλλά τότε θα πρέπει να θρηνήσει και τη μετατροπή του γέρων σε γέρος, την απώλεια της δοτικής και του απαρεμφάτου και, περίπου, όλες τις γλωσσικές αλλαγές που γέννησαν τη νεότερη ελληνική.
Και για να επιστρέψω στον κ. Καζάζη, με αυτή τη «συμβολή» στο ζήτημα του γραμματισμού προχωρεί για να ολοκληρώσει το (γνωστό) σενάριο της μυθοποίησης και της ιστορικής απονεύρωσης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας. Η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία μπορεί, όπως υποστηρίζει ο κ. Καζάζης, να συμβάλει «όχι μόνο στη γλωσσική αλλά και στην ιδεολογική στήριξη των νέων». Αλλά με ποια περιεχόμενα και με ποια πρόσληψη του αρχαίου κόσμου θα γίνει αυτή η «ιδεολογική στήριξη»; Ο κ. Καζάζης δεν μας πληροφορεί σχετικά.
Και ο κ. Καζάζης ολοκληρώνει την όψιμη προσχώρησή του στη μυθοποίηση της αρχαίας ελληνικής με αναφορά στην υπέρβαση της «παλαιάς διαχωριστικής γραμμής Αθηνών-Θεσσαλονίκης». Με αυτή την ενδιαφέρουσα διατύπωση ξεμπερδεύει –με όρους γεωγραφικούς με ένα κατεξοχήν κοινωνικό ζήτημα: το γλωσσικό ζήτημα. Στη δημοτικιστική «όχθη» αυτού του ζητήματος στάθηκαν κάποιες από τις φωτεινότερες μορφές την νεότερης Ελλάδας. Αλλά είναι σαφές –αυτό μαρτυρούν οι απόψεις τoυ– ότι ο κ. Καζάζης, ύστερα από μια δεκαετία σιωπής σε ένα κέντρο, το ΚΕΓ, που επιχείρησε να συνεχίσει μέσα στις νέες συγκυρίες αυτή τη «φωτεινή» παράδοση, βρήκε επιτέλους τον εαυτό του και τη φωνή του στους επιγόνους της άλλης όχθης.
Και μια τέτοια επίγονος είναι η κ. Ξανθάκη-Καραμάνου. Η ιδιαιτερότητά της βρίσκεται στο ότι απηχεί απόψεις που ανήκουν στο περιθώριο και αυτής της καθαρευουσιάνικης –ή νεοκαθαρευουσιάνικης– γλωσσικής μυθολογίας. Δεν θα σχολίαζα τις απόψεις της, αν δεν εκφωνούνταν στο πλαίσιο μιας ημερίδας που οργανώθηκε από το ΥΠΕΠΘ. Και πριν γίνω πιο συγκεκριμένος, θα ήθελα να θυμίσω ότι οι δύο μεγάλες γλωσσολογικές μορφές της νεότερης Ελλάδας ήταν ο Γ. Χατζιδάκις και ο Μ. Τριανταφυλλίδης, καθηγητές στα πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα. Καθαρευουσιάνος ο πρώτος, δημοτικιστής ο δεύτερος αλλά και οι δύο πάνω απ’ όλα μεγάλοι γλωσσολόγοι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα συμφωνούσαν αμφότεροι (για την ακρίβεια «θα τραβούσαν τα μαλλιά τους», αν άκουγαν το αντίθετο), παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές περί του γλωσσικού πρακτέου στο νεοελληνικό κράτος, ότι οι γλώσσες δεν χωρίζονται σε «εύηχες» (τα αρχαία ελληνικά) και «κακόηχες»· «πλαστικές» (τα αρχαία ελληνικά) και «δύσκαμπτες». Τέτοιου είδους απόψεις, που χρονολογούνται από την εποχή του «αττικισμού» και συνεχίζονται το 19ο αιώνα από ακραίους αρχαϊστές της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, όπως ο Μιστριώτης και ο Κόντος, ανήκουν σε μια ανυπόληπτη γλωσσική παραφιλολογία, που ποτέ δεν υιοθετήθηκε από σοβαρούς –όπως ο Γ. Χατζιδάκις– εκπροσώπους της καθαρευουσιάνικης άποψης. Αλλά αυτά ακριβώς υποστηρίζει η κ. Ξανθάκη-Καραμάνου. Και αν υιοθετηθούν τέτοιου είδους απόψεις, θα πρέπει να καταργήσουμε τη γλωσσολογία ως έχει και διδάσκεται στους τομείς γλωσσολογίας των πανεπιστημίων της χώρας.
Θα ήθελα, ωστόσο, να σχολιάσω και κάποιες άλλες συμβολές στην πολεμική αυτή, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ψηφίδες στο τοπίο της ιδεολογίας που αφορά τις γλωσσικές χρήσεις στη νεότερη Ελλάδα. Έτσι, η ιστορικός Ε. Γαζή (Βήμα, 17.10.2004), που δεν ανήκει στους οπαδούς της γλωσσικής και πολιτισμικής μυθολογίας περί τα αρχαία ελληνικά, σε ένα κατά τα άλλα ενδιαφέρον άρθρο της αναφέρεται επανειλημμένα στην «αντοχή της ελληνικής γλώσσας στο χρόνο» ως «φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο»,
Αναφέρεται επίσης στην «εξωστρέφεια» της ελληνικής που «διασφάλισε τη βιωσιμότητά της». Διατυπώσεις σαν κι αυτές, γλωσσολογικά και ιστορικά απολύτως προβληματικές, που επιπλέον τείνουν να υποστασιοποιήσουν την ελληνική γλώσσα ως εκδοχή ζωικής ορμής, δείχνουν πόσο εύρος και βάθος διαθέτει αυτή η γλωσσική και πολιτισμική μυθολογία.
Μια άλλη περίπτωση είναι ο γλωσσολόγος Σπ. Μοσχονάς. Για τον Μοσχονά (Καθημερινή, 5.8.2001) η πολεμική περί τη γλώσσα και το ρόλο της στην εκπαίδευση φαίνεται να είναι μια «ξαναζεσταμένη» νεοδημοτικιστική-νεοκαθαρευουσιάνικη σύγκρουση που θα πρέπει να πεταχτεί στον κάλαθο της ιστορίας. Στον μεταμοντέρνο κάλαθο, θα σχολίαζα, του οποίου το περιεχόμενο είναι ακριβώς η ιστορία και η ιστορικότητα. Αυτό που απαιτείται, υποστηρίζει, είναι μια «γλωσσική ψυχανάλυση» που θα μας απελευθερώσει από τη «λογική των παρατάξεων» και από τη «γραμμένη γλωσσική ιστορία». Η προσφυγή στη «γλωσσική ψυχανάλυση»και η επίκληση ενός άλλου «τέλους της ιστορίας» δεν είναι, κατά την άποψή μου, παρά ακόμα ένα δείγμα της μεταμοντέρνας απαξίωσης του κριτικού λόγου. Και η απαξίωση αυτή οδηγεί –εξ αντικειμένου τουλάχιστον– στον κομφορμισμό, γιατί δεν μπορεί ή δεν θέλει να «ακουμπήσει» τις παραμέτρους ελέγχου και εξουσίας που σημασιοδοτούν τα κοινωνικά φαινόμενα.
Ο Δ. Γούτσος (2004), τέλος, θεωρεί ότι οι απόψεις οι δικές μου και άλλων περί μυθοποίησης των αρχαίων ελληνικών εκπορεύονται από τα μετερίζια μιας, ποζιτιβιστικής έμπνευσης, ακαδημαϊκής ορθότητας, που δεν προωθεί «μια πραγματικά ιστορικά και κοινωνιολογικά πληροφορημένη θεώρηση της ελληνικής». Ο κ. Γούτσος, διδάσκων στον Τομέα Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέσω του «κολάφου» τής, ποζιτιβιστικής εμπνεύσεως, ακαδημαϊκής ορθότητας, προσπαθεί να διασώσει τη γλωσσική μυθολογία που εκπορεύτηκε από τη Φιλοσοφική Αθηνών, επικαλούμενος «μια πραγματικά ιστορικά και κοινωνιολογικά πληροφορημένη θεώρηση της ελληνικής». Μα αυτήν ακριβώς την ιστορικά και κοινωνιολογικά πληροφορημένη θεώρηση της ελληνικής αντιστρατεύεται η μυθοποίηση, της οποίας εντέλει υπεραμύνεται ο κ. Γούτσος με άσφαιρα διανοητικά παιχνίδια.
Η γλώσσα και οι χρήσεις της λοιπόν. Ο ξεχασμένος F. Fanon ([1952] 1986), μιλώντας για τη γλώσσα και την κοινωνική της δύναμη, θυμίζει τον Valéry που έλεγε ότι η γλώσσα «είναι ο θεός που χάθηκε μέσα στον άνθρωπο». Και αυτός ο θεός –η κοινωνία– είναι ο μόνος πραγματικός όρος –και όριο– για τη συζήτηση των γλωσσικών χρήσεων. Και με αυτή τη γενικότητα οφείλει να συναντηθεί ο ειδικός –εν προκειμένω ο γλωσσολόγος–, αν θέλει να υπηρετήσει την κριτική γνώση και όχι την απολογητική του υπαρκτού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. G. Calame-Griaule, «La Nasa1ité et 1a mort», στο Pour une Anthropologie de la νοix, επιμ. Ν. Revel και D. Rey-Hu1man, L’Harmattan, Παρίσι 1993, σ. 23-32.
2. Δ. Γούτσος, «The Prescriptivism of Anti-Prescriptivists: Analyzing the Discourse of the Post-Diglossia "Myth-Breakers"», The Logos Conference, The Greek Experience, Institute of CΙassica1 Studies, School of Advanced Study, Λονδίνο 9-11.9.2004.
3. F. Fanon, Black Skin, White Masks. Pluto Press, Λονδίνο 1986 (τίτλος πρωτοτύπου: Peau noire, masques blancs, Seuil, Παρίσι 1952).
4. L. Μ. Khubchandani, Language Education, Social Justice, Centre for Communication Studies, Poona 1981.
5. Δ. Κουτσογιάννης (επιμ.), Πληροφορική – Επικοινωνιακή τεχνολογία και γλωσσική αγωγή: Η διεθνής εμπειρία. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001.
6. Μ. Mauss, Α General Theory of Magic, W.W. Norton, Νέα Υόρκη 1972.
7. C. Mesmin κ.ά., Psychothérapie des enfants des migrants, La Pensée sauvage, Παρίσι 1995.
8. W. Κ. Powers, La langue sacrée. Le discours surnaturel chez les Sioux lacotas, Edition du Rocher, Παρίσι 2003.
9. Ε. Sapir, «Male and Female Forms of Speech in Yana», στο Selected Writings of Edward Sapir in Language, Culture and Personality, επιμ. D. G. Mandelbaum, University of California Press, Berkeley, L.Α. & Λονδίνο 1949, σ. 206-213.
10. F. Waquet, Le Latin ou l’empire d’un signe, Albin Michel, Παρίσι 1998.
11 σχόλια:
Όταν οι "ανορθογραφίες" είχαν τη λαμπρή ιδέα να αναδημοσιεύσουν ένα από τα βασικά κείμενα του Τάσου Xριστίδη, μνημόσυνο στα δύο χρόνια από το θάνατό του ( εδώ ), πρότεινα να αναδημοσιεύσουν και το παρόν, εισήγησή του στο συμπόσιο της Σχολής Μωραΐτη στις 4 Δεκεμβρίου του 2004, ούτε μήνα δηλαδή πριν από το θάνατό του (26.12).
Μου δίνεται τώρα η ευκαιρία να την αναδημοσιεύσω εγώ εδώ, καθώς αποτελεί, όπως έγραφα στους φίλους ανορθόγραφους, την τελευταία του δημόσια εμφάνιση (μαζί και με μισή σελίδα στον "Ταχυδρόμο» της 24ης Δεκ. 2004!), και κατά τραγική σύμπτωση μοιάζει να συνιστά την πνευματική του διαθήκη, όπου συμπυκνώνει τις θεωρητικές απόψεις του και σκιαγραφεί παράλληλα το τοπίο όπως διαμορφώνεται από τη «γλωσσική μας επικαιρότητα» (π.χ. εκτενή αναφορά στην Ξανθάκη-Καραμάνου, που πολύ κυκλοφορεί στην πιάτσα εσχάτως, και άλλους).
Εξαιρετικό το κείμενο, και μπράβο στον αναρτήσαντα.
Σχόλια:
Γιατί γράφει τη 'νεωτερικότητα' με ωμέγα αλλά τη 'νεότερη Ελλάδα' με όμικρον;
Η κρητική διάλεκτος δεν είναι πιο κοντά στην αρχαία απ’ ό,τι η πελοποννησιακή;
Χαίρομαι που ο Χρηστίδης αναγνώριζε ότι η απώλεια πεδίων (domain loss) στη χρήση μιας γλώσσας αποτελεί πρόβλημα. Γιατί κάποιοι αντιεθνικιστές το έχουν παρακάνει με τη γλωσσική αντικινδυνολογία τους. Ό,τι και να γίνει, αυτοί δεν έχουν πρόβλημα!
13 Φεβρουάριος 2007 3:23 μμ
costas
[το προηγούμενο σχόλιο με αποστολέα-υπογραφή costas μπήκε από παραδρομή κάτω από το ποστ για τον Χριστόδουλο: το μετέφερα εδώ με copy-paste]
Τρίπλες και μετατοπίσεις
Την αναδημοσίευση αυτού του κειμένου του Χριστίδη την ανάγγειλα και στο glos inform, το πολύτιμο τέκνο των «ανορθογραφιών», μ’ ένα σχόλιο σαν το πρώτο εδώ παραπάνω, ότι «πρόκειται για την τελευταία δημόσια εμφάνιση του Χριστίδη, ούτε μήνα πριν από το θάνατό του (26.12.2004), και κατά τραγική σύμπτωση μοιάζει να συνιστά την πνευματική του διαθήκη, όπου συμπυκνώνει τις θεωρητικές απόψεις του και σκιαγραφεί παράλληλα το τοπίο όπως διαμορφώνεται από τη “γλωσσική μας επικαιρότητα”».
Και ακολούθησε μήνυμα του Σπύρου Μοσχονά ότι «το ζήτημα δεν είναι αν αυτή είναι πράγματι η πνευματική διαθήκη του Τάσου Χριστίδη. Το ζήτημα είναι αν ο κ. Γ. Η. Χάρης είναι πράγματι ο πνευματικός εκτελεστής της».
Θεωρώ λυπηρό ότι ένας επιστήμονας με την κατάρτιση αλλά και την προσωπική σκέψη του επιπέδου του Μοσχονά, στοιχεία που τα έχω επανειλημμένα επισημάνει με εκτενέστατες αναφορές και παραπομπές στο έργο του, παρά τις βαθιές ιδεολογικές μας διαφορές στον ιστορικοκοινωνικό τρόπο προσέγγισης της γλώσσας, όταν ακριβώς έρχεται αντιμέτωπος με τις διαφορές αυτές μετέρχεται μεθόδους –θα το πω όσο πιο κόσμια μπορώ, κι όχι στη γλώσσα την οποία εκείνος μου υποδεικνύει– ελαφρώς μπαμπινιωτικές (με τέτοιον τρόπο και μικροαλχημείες έχει αντιμετωπίσει ειδικότερα τη σελίδα μου στα "Νέα" σε δικές του επιστημονικές ανακοινώσεις: θα μου δοθεί η ευκαιρία τώρα με το μπλογκ να αναφερθώ εκτενέστερα στο θέμα).
Στο προκείμενο, υπάρχει καταγεγραμμένη μια σοβαρή ιδεολογική και επιστημονική διαφωνία με έναν κορυφαίο επιστήμονα, τον Τάσο Χριστίδη. Από έναν σοβαρό οπωσδήποτε επιστήμονα, το ξανατονίζω, όπως ο Μοσχονάς θα περίμενε κανείς όχι σώνει και καλά αιδήμονα σιωπή αλλά ουσιαστική απάντηση.
ΥΓ. Ήταν η δεύτερη φορά που ο κ. Μοσχονάς μού «απαντούσε» από τη λίστα του glos inform. Στην πρώτη (στην οποία δεν έδωσα συνέχεια, σεβόμενος τον ενημερωτικό χαρακτήρα της λίστας), με αφορμή τις «ενδογλωσσικές μεταφράσεις», χαρακτηριζόμουν «όψιμος δημοτικιστής». Ξέρω ότι για τον κ. Μοσχονά ο όρος «δημοτικιστής» είναι, αν όχι ευθέως, περίπου απαξιωτικός, ενώ για μένα αποτελεί, δε θα έλεγα τότε κι εγώ «τίτλο τιμής», αλλά μιαν απλή, αντικειμενική πραγματικότητα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, με τη δική του δηλαδή ή με τη δική μου σημασιοδότηση του όρου, το «όψιμος» πόθεν προκύπτει;
> παρά τις βαθιές ιδεολογικές μας διαφορές στον ιστορικοκοινωνικό τρόπο προσέγγισης της γλώσσας,
Θα μπορούσατε να πείτε ποιες είναι αυτές οι διαφορές ή σε ποια κείμενα μπορώ ίσως να τις δω; Ευχαριστώ.
Μα στα κείμενα του κ. Μοσχονά και στα κείμενα τα δικά μου, αγαπητέ ανώνυμε. Κι αφήστε με εμένα: πηγαίνετε στα κείμενα του Χριστίδη, μια και από κει ξεκινήσαμε.
Εν πάση περιπτώσει, για να το πω όσο πιο επιγραμματικά γίνεται τώρα, η ιδεολογική διαφορά με τον Μοσχονά εντοπίζεται στο σημείο όπου -παρά τις κοινές γενικές ιδεολογικές βάσεις και την κοινή αφετηρία- ξάφνου (;) η επιστημονική παρατήρηση ενδύεται τον μανδύα της ουδετερότητας, και/οπότε απεκδύεται αυτομάτως την ιστορικότητα (το «ιστορικό πνεύμα» που λέει ο Κριαράς): έτσι, με μεζούρα αίφνης κάποια μεταφυσικής τάξεως αντικειμενικότητα (καθότι εξ ορισμού ανύπαρκτη καθαυτήν), εξισώνεται θύτης και θύμα, εν προκειμένω καθαρεύουσα και δημοτική, και μετριούνται με τα ίδια σταθμά οι εκατέρωθεν «ακρότητες».
(Τώρα σε τι μεταφράζεται πάντοτε ιδεολογικά η ουδετερότητα και η αντικειμενικότητα, εφόσον ακριβώς απουσιάζει η ιστορική προοπτική, είναι ένα ερώτημα που έχει λάβει προ πολλού την απάντησή του, από κεφάλια μεγάλα, όχι βεβαίως από την ταπεινότητά μου.)
Μια διευκρίνιση μόνο για το Glos Inform. Το έχουμε ξεκινήσει και το διαχειριζόμαστε μαζί οι "ανορθογραφίες" και το "περιγλώσσιο".
Συγνώμη Γιάννη Χάρη για την ερώτηση
στο http://yannisharis.blogspot.com/2008/05/blog-post.html γράφεις για τον Ι. Τσέγκο και τους ομοίους του
«Και τι μάθαν; Αυτό που ήδη ήξεραν, όχι από γνώση αλλά από ιδεολογία• αυτό που ήθελαν να μάθουν από πριν. Ξεκίνησαν δηλαδή από παγιωμένες θέσεις, συγκεκριμένης ιδεολογίας –για πού; για τι; για να τις ξαναπαγιώσουν!»
και παρακάτω
«Ιδού πώς ο καθένας με την ιδεολογία του. Απολύτως φυσικό. Ο ένας όμως έχει και την επιστήμη με το μέρος του, και απ’ αυτήν πάει στην ιδεολογία του, μάλλον μαζί με αυτήν, την επιστήμη, φτιάχνει την ιδεολογία του –και μάχεται έπειτα γι’ αυτήν. Ο άλλος ξεκινάει ανάποδα: αρχίζει από την ιδεολογία, αλλά γύρω της κάνει κύκλους, μην τυχόν και απαντήσει στο δρόμο του την επιστήμη –ή αλλιώς διαστρεβλώνοντάς την, αλλά αυτό οπωσδήποτε σε άλλες περιπτώσεις, γιατί εδώ, στο τονικό εννοώ, επιστημονικό επιχείρημα δεν υπάρχει τίποτα, κανένα».
και συμφωνώ απόλυτα μαζί σου
Στα σχόλιά σου εδώ μέμφεσαι το Μοσχονά:
«παρά τις βαθιές ιδεολογικές μας διαφορές στον ιστορικοκοινωνικό τρόπο προσέγγισης της γλώσσας, όταν ακριβώς έρχεται αντιμέτωπος με τις διαφορές αυτές μετέρχεται μεθόδους –θα το πω όσο πιο κόσμια μπορώ, κι όχι στη γλώσσα την οποία εκείνος μου υποδεικνύει– ελαφρώς μπαμπινιωτικές»
«παρά τις κοινές γενικές ιδεολογικές βάσεις και την κοινή αφετηρία- ξάφνου (;) η επιστημονική παρατήρηση ενδύεται τον μανδύα της ουδετερότητας, και/οπότε απεκδύεται αυτομάτως την ιστορικότητα»
Μήπως έχει κάποιο δίκιο; Μήπως θα πρέπει να διευκρινιστεί η φαινομενική αντίφαση των γραπτών σου;
(Βέβαια υιοθετώ όσα γράφει ο Χριστίδης για την παρουσίαση του βιβλίου σου http://yannisharis.blogspot.com/2007/05/mmm.html συνεχίζω να συμφωνώ μαζί σου, αλλά νομίζω ότι το σημείο αυτό σηκώνει πολλή κουβέντα)
αγαπητέ as eon, αν και τα σχόλια στο μπλογκ είναι κλειστά κοντά ενάμιση χρόνο τώρα [τεχνικά δεν μπορώ να κλείσω όσα ήταν ανοιχτά ώς τότε], για να μη θεωρηθεί πως υπεκφεύγω, βόηθα λιγάκι, γιατί ειλικρινά δεν καταλαβαίνω την αντίφαση και το σημείο που "σηκώνει πολλή κουβέντα"
Δε θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η απόιδεογικοποίηση της επιστήμης συνεισφέρει στην αποκάλυψη και απόρριψη των ψευδοεπιστημονικών απόψεων τύπου Τσέγκου;
Παρακαλώ μην απαντάς εδώ.
Τεχνική βοήθεια:
Συνδέεσαι στο Μπλόγκερ με το λογαριασμό σου. Πηγαίνεις στην επεξεργασία αναρτήσεων. Κάνεις κλικ στο επεξεργασία της ανάρτησης που θες να κλείσεις να σχόλια. Κάτω αριστερά στο πλαίσιο του παραθύρου δημοσίευσης έχει λινκ «επιλογές ανάρτησης». Κλικ εκεί. Βγάζει: σχόλια αναγνωστών και δίνει τρεις επιλογές... Διάλεξε.
Βέβαια είναι ίσως κουραστικό να το κάνεις για κάθε παλιά ανάρτηση.
μα η αποϊδεολογικοποίηση της επιστήμης ιδεολογία έχει κι αυτή από πίσω της [αν όχι καταμπροστά της]
τώρα για να καταδείξει κανείς τη σαθρότητα των απόψεων Τσέγκου δε χρειάζεται, ευτυχώς, να κοπιάσει ιδιαίτερα' κι ίσως θα αρκούσε από μιαν άποψη να υποδείξει απλώς την ιδεολογία που τις κινεί και --τάχα-- τις στηρίζει
ευχαριστώ για τις τεχνικές συμβουλές, ελπίζω να τα καταφέρω, ο αναλφάβητος :-)
Δημοσίευση σχολίου